«Ο χρόνος είναι γενναιόδωρος και δίκαιος - εκμηδενίζει τις ακροβασίες της ιστορίας και μας επαναφέρει στην πρωτόγονη αλήθεια. Καθαρίζει τη μνήμη, αφαιρεί τα ψεύδη και τις προσβολές από τους καταδικασμένους, ανασταίνει τους ξεχασμένους, κρίνει τους άδικους.»
Φτιαγμένο από γνώριμες και βασικές πρώτες ύλες (η παράδοση και οι λαϊκοί μύθοι των Καρπαθίων), το φιλμ που έκανε διάσημο τον Σεργκέι Παρατζάνοφ και υπήρξε ο προπομπός για το αδιαφιλονίκητο αριστούργημα του, το «Χρώμα του Ροδιού», μοιάζει όσο (διαχρονικά) παράταιρο και πρωτοφανές έμοιαζε και τότε. Eνα παραμύθι, στη βάση του, το φιλμ, εμπνευσμένο από τον αρχέγονο μύθο του «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» και βασισμένο πάνω στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Ουκρανού Μικαΐλο Κοτσιουμπίνσκι που γράφτηκε το 1911, λειτουργεί μάλλον παραπλανητικά καθώς η γραμμική του αφήγηση και η μάλλον βασική (έως και απλοϊκή) του σεναριακή δομή γίνεται ο ιστός πάνω στο οποίο ο Παρατζάνοφ σκηνοθετεί μια άλλη ταινία, πιο σπαραξικάρδια από την απέλπιδα ερωτική ιστορία του Ιβάν και της Μαρίτσκα και πιο ενήλικη απ’ όσο υποδύεται η φόρμα μιας folk τραγωδίας.
Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από τον Ιβάν, ένα αγόρι που μεγαλώνει στα Καρπάθια, ερωτευμένο με την Μαρίτσκα, κόρη του δολοφόνου του πατέρα του. Η αγάπη τους δεν θα μπορέσει να επιβιώσει και η τραγική κατάληξη της θα γίνει το φορτίο για το μεγάλο ταξίδι του Ιβάν μέσα στο χρόνο. Και εδώ είναι η λέξη - κλειδί ολόκληρη της προβληματικής του Παρατζάνοφ, που όσο κι αν εκδηλώνεται παγανιστικά με χρωματικές παλέτες, ατονάλ συμφωνίες και εκρήξεις εθνογραφίας που σχηματίζουν χώρες εκεί που δεν υπάρχουν, μέσα της κρύβει αυτό το μεγάλο ταξίδι που ενώνει για πάντα τις μοίρες των ανθρώπων με το παρελθόν. Από τον τίτλο της ταινίας μέχρι τα close-up στα εργαλεία, τα ζώα, τα στοιχεία της φύσης, τα κοσμήματα, τα δάκρυα, τη βροχή, όλα όσα συνθέτουν τη λαογραφία ενός τόπου γίνονται μέσα από το παροξυσμικό - διονυσιακό σε στιγμές - ιμπρεσιονιστικό ξεκάθαρα, ποπ και queer ακόμη και πριν από την συνεδιητοποίησή του βλέμμα του Παρατζάνοφ ένα λες από την αρχή χρονικό της ανθρωπότητας.
Μια επιστροφή στην αρχή όλων και ένας διαρκής κύκλος ανάγκης να ειπωθούν όλα ξανά σαν να μην είχε αφηγηθεί ποτέ κανείς καμία ιστορία ποτέ πριν στον κόσμο. Ετσι μοιάζει το «Στις Σκιές των Ξεχασμένων Προγόνων» καθώς ο Παρατζάνοφ κινηματογραφεί την καθημερινότητα του ουκρανικού εν προκειμένω λαού και με το κείμενο σε ουκρανική διάλεκτο, σε μια ρηξικέλευθη για την εποχή (και τόσο ανατριχιαστική για το σήμερα) απόφαση, παρά τις επιταγές της Σοβιετικής Eνωσης για ντουμπλάρισμα στα ρωσικά. Και το κάνει με την επιτήδευση ενός καλλιτέχνη που μοιράζει οπτική γωνία ανάμεσα στο Θεό και τους ανθρώπους θέλοντας, ανάμεσα, στο κενό που δημιουργείται, να χωρέσει την εκμηδένιση του χρόνου της μεγάλης διαδοχής των γενεών. Ηδη από την πρώτη ώρα του φιλμ, ο Παρατζάνοφ αποτινάσσει από πάνω του κάθε κινηματογραφικό κανόνα και με μια ελευθερία που χωράει μέσα της από φτηνά ζουμ, διπλοτυπίες που ζαλίζουν μέχρι χειροποίητα ειδικά εφέ για λάμψεις στον ουρανό αλλά και εναλλαγή ασπρόμαυρου με έγχρωμο, μετατρέπει την ίδια την ταινία σε ένα λαϊκό μύθο που μοιάζει να αλλάζει ανάλογα με τον αφηγητή.
Ο θεατής παραμένει εκστατικός, συνεπαρμένος από το παροξυσμικό μοντάζ, σαν να βρίσκεται μέσα σε μια δίνη που μοιάζει ταυτόχρονα με παραμύθι και με εφιάλτη, με ένα έπος και με μια μικρή ερωτική ιστορία, με ένα παλίμψηστο (η λέξη μοιάζει πάντα ιδανική για να περιγράψεις τις στρώσεις από εικόνες που δημιουργεί ο Παρατζάνοφ) και με κάτι πρωτόλειο, μια βαθιά καλλιτεχνική πράξη που θα μπορούσε - είναι τόσο απλή και γι’ αυτό σπουδαία - να ανήκει ταυτόχρονα στον μεγαλύτερο δημιουργό ή ένα παιδί. Οι μυθικές διαστάσεις που αποκτά ο Ιβάν, ως εκλεκτός μιας μεγάλης αφήγησης της ιστορίας του κόσμου, δίνει στον Παρατζάνοφ το ελεύθερο να γίνει ο ίδιος ο άνθρωπος με τα παραμύθια. Παραδίδοντας εδώ μια εξαντλητική σε όλα της (χρώμα, ήχο, ταχύτητα) ιστορία που αντίθετα με την σκιά των ξεχασμένων προγόνων από όπου προέρχεται μοιάζει διαρκώς και διαχρονικά αλησμόνητα φωτεινή και επίκαιρη.
Βαθιά πολιτική, βαθιά ποιητική, βαθιά ελεύθερη, σαν τις χώρες, τις ταινίες, τους έρωτες, που αγαπούσε πάντα ο δημιουργός της.