Μια μητέρα στη μικρή πόλη του Εμπινγκ, στο Μιζούρι, αναζητά ακόμη απαντήσεις για το φόνο της κόρης της λίγους μήνες πριν, ένα έγκλημα που δεν έχει διαλευκανθεί ακόμα λόγω της απραγίας του τοπικού σερίφη. Ή τουλάχιστον, έτσι υποστηρίζει η ίδια, έχοντας στο μυαλό της μια ολόκληρη λίστα ενεργειών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην πιθανή σύλληψη του δράστη. Οταν, λοιπόν, αποφασίσει να αγοράσει τρεις παλιές διαφημιστικές πινακίδες στον εγκαταλειμμένο παλιό δρόμο που οδηγεί στην πόλη για να δημοσιοποιήσει την κατηγορία της (αν και «οι ερωτήσεις δεν αποτελούν κατηγορίες», όπως πολλαπλώς επισημαίνεται στην ταινία), οι πράξεις της όχι απλώς θα εκθέσουν τον σερίφη αλλά θα στρέψουν και ολόκληρη την πόλη εναντίον της, ανοίγοντας παλιές πληγές, ξύνοντας τραύματα που δεν έχουν ακόμα επουλωθεί και αποκαλύπτοντας έναν ανεμοστρόβιλο αντικρουόμενων συναισθημάτων, που ενσωματώνουν το χιούμορ, τη συγκίνηση και την ουσία της θλίψης σε μια τραγική αφήγηση που προδίδει την ιδιοφυΐα του Μάρτιν ΜακΝτόνα («In Bruges», «Επτά Ψυχοπαθείς»), με κάθε πιθανό τρόπο.

Χρησιμοποιώντας επιλεκτικά τα στοιχεία ενός γουέστερν, ο ΜακΝτόνα παρατηρεί την ηρωίδα του να επιμένει στην ηθική της πυξίδα, να αγωνίζεται για τα πιστεύω της και να προσπαθεί να κάνει το καλό όπως εκείνη το αντιλαμβάνεται, δημιουργώντας έναν χαρακτήρα που δεν έχει ανάγκη από τα όπλα (πέρα από μερικές σπιτικές βόμβες μολότοφ) καθώς τίποτα δεν ξεπερνά τη διαύγεια και τη δύναμη των λέξεών της. Οπως θα ανέμενε κανείς από το σύμπαν του ΜακΝτόνα, κάθε γραμμή των διαλόγων αποτελεί και μια νοηματική έκρηξη, είναι όμως αυτή η μοναδική ικανότητα της Φράνσις ΜακΝτόρμαντ να αποτυπώνει οργανικά και ανατριχιαστικά κάθε συναισθηματική μετάπτωση που μετατρέπει την σταυροφορία της από προσωπικό θρήνο σε ένα ταξίδι προς την αλήθεια των γεγονότων, των ανθρώπων γύρω της και, κυρίως, του εαυτού της.

Γιατί η Μίλντρεντ της είναι και κυνηγός και θήραμα, πολλές φορές την ίδια ακριβώς στιγμή, κρύβοντας πίσω από το αυστηρό της προσωπείο μια ευαισθησία που η ΜακΝτόρμαντ αφήνει να γίνει εμφανής μέσα από τις μικροκινήσεις του προσώπου της, τις σιωπές της, τα ξεσπάσματά της, τις αλλαγές της ματιάς της. Η ηρωίδα της δεν είναι ποτέ μια άκαρδη, εμμονική προσωπικότητα, όπως και κανείς γύρω της δεν είναι ένα εχθρικό στερεότυπο ή, εξίσου μονοδιάστατα, ένα απλό εμπόδιο στο δρόμο της. Η Μίλντρεντ της ΜακΝτόρμαντ θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν η καλύτερη στιγμή της καριέρας της, αν η καριέρα της δεν ήταν ήδη γεμάτη με ανατριχιαστικές ματιές στην ανθρώπινη ύπαρξη. Η ερμηνεία της στις «Τρεις Πινακίδες Εξω από το Εμπινγκ, στο Μιζούρι» είναι απλώς η επιβεβαίωση του μεγαλείου της, χωρίς να χρειάζεται κραυγαλέα δάκρυα ή κραυγές για να αποτυπώσει τις μεταπτώσεις του χαρακτήρα της.

Η ταινία του Μάρτιν ΜακΝτόνα, όπως και το σύνολο σχεδόν του έργου του, αφορά το θυμό, τη θλίψη και τον τρόπο που τα δύο αυτά συναισθήματα αλληλεπιδρούν, όμως εδώ δίνεται επιπλέον έμφαση στην απαγκίστρωση από το παρελθόν και τη διάθεση των ανθρώπων να αλλάξουν, επενδύοντας ισόποσα στον τρόμο του παρελθόντος και την αισιοδοξία για το μέλλον. Στις «Τρεις Πινακίδες…» οι διάλογοι του ΜακΝτόνα είναι εξαντλητικά αστείοι, εξοντωτικά συναισθηματικοί και πάντα αληθινοί, πίσω από ένα μόνιμα υπερρεαλιστικό πρίσμα που παραδόξως κανονικοποιεί κάθε υπερβολή. Η ταινία ουσιαστικά φανερώνει όλες τις δυνάμεις του θεατρικού ΜακΝτόνα και τις αξιοποιεί κινηματογραφικά με τον ιδανικό τρόπο, όπως φαίνεται και στην ίσως πιο χαρακτηριστική σκηνή της ταινίας, όπου (σε μονόπλανο), ένας αστυνομικός εισβάλει σε ένα κτήριο για να πετάξει κάποιον από το παράθυρο, μια σκηνή που φλερτάρει και με το slapstick και με την κοινωνική σάτιρα αλλά και με τους πολύπλοκους χαρακτήρες και τις απρόβλεπτες πράξεις τους, που πάντα αγαπά ο ΜακΝτόνα.

Και υπάρχει πληθώρα από τέτοιους χαρακτήρες στην ταινία, είτε πρόκειται για τον πληθωρικό αλλά και καταπιεσμένο Ντίξον του Σαμ Ρόκγουελ, είτε για τον θεωρητικά κακό της υπόθεσης Σερίφη Γουίλομπι του Γούντι Χάρελσον, που ανατρέπει στην πορεία κάθε σχετικό στερεότυπο για να προσφέρει ένα ηθικό αντιστάθμισμα που δε διαφέρει και πολύ από την ουσία της Μίλντρεντ. Ο ΜακΝτόνα προβάλλει τόσο τις διαφορές όσο και τις ομοιότητες των δύο ηρώων του και ο κοινός τόπος τους προσφέρει την πιο έντονη δυναμική της αφήγησης, κυρίως όταν και οι δύο παρατούν στιγμιαία τις άμυνές τους. Οι «Τρεις Πινακίδες Εξω από το Εμπινγκ, στο Μιζούρι» είναι μια ταινία εκρήξεων που κερδίζει την ισχύ της στις ήσυχες στιγμές και κάθε ένας χαρακτήρας συμβάλλει καθοριστικά στο στήσιμο αυτού του επιθετικού αλλά πληγωμένου μικρόκοσμου που αναζητά την προσωπική του λύτρωση.

Πέρα όμως από την ιδιοφυή δηκτικότητα των διαλόγων, πέρα από τις λιτές μουσικές γραμμές του Κάρτερ Μπεργουέλ, πέρα από τις έντονα συναισθητικές ερμηνείες ολόκληρου του καστ, οι «Τρεις Πινακίδες Εξω από το Εμπινγκ, στο Μιζούρι» είναι μια ταινία για την ελπίδα, το μέλλον και την αντίσταση στην αλλαγή, γεμάτο πολύπλοκες καταστάσεις αλλά πάντα διαυγή ματιά. Μπορεί να μην θυμίζει δομικά σε τίποτα αρχαία τραγωδία, όμως λίγοι σκηνοθέτες αντιλαμβάνονται τόσο καλά την έννοια της κάθαρσης όπως αποδεικνύει εδώ ο ΜακΝτόνα. Και αυτή είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή μιας (ήδη) εκπληκτικής ταινίας που κανένας τίτλος τέλους δεν μπορεί να ανακόψει την ορμή της.