Τον Δεκέμβριο του 1900, οι αρχές της Σκοτίας έφτασαν σε ένα ακατοίκητο νησί, 20 μίλια μακριά από τις δυτικές ακτές της χώρας για να βρουν πως και οι τρεις φαροφύλακες που είχαν σταλεί εκεί, είχαν εξαφανιστεί, χωρίς να αφήσουν κάποιο δείγμα που να υποδηλώνει τους λόγους της εξαφάνισής τους.
Το μυστήριο γύρω από την τύχη τους απέκτησε τις διαστάσεις ενός θρύλου, γνωστού με το όνομα «Το Μυστήριο του Νησιού Φλάναν» με εντυπωσιακή διείσδυση στην αγγλική ποπ κουλτούρα – αφού η ιστορία τους γέννησε ένα διάσημο ποίημα (το «Flannan Isle» από τον Γουίλφριντ Γουίλσον Γκίμπσον), μια όπερα (το «The Lighthouse» του 1979), ένα τραγούδι των Genesis («The Mystery of Flannan Isle Lighthouse»), ένα επεισόδιο του Doctor Who («Horror of Fang Rock») και ένα video game («Lights Out»).
Και τώρα μια ταινία σε σκηνοθεσία του Κρίστοφερ Νίχολμ (της φήμης των τηλεοπτικών «The Killing» και «Taboo») με άξιους - τουλάχιστον σε εκτόπισμα - πρωταγωνιστές τον Τζέραρντ Μπάλτερ, τον Πίτερ Μούλαν και τον Κόνορ Σουίντελς.
Εντυπωσιακός ήδη από τα πρώτα του λεπτά, κυρίως λόγω της τραχειάς, σκοτεινής φωτογραφίας και του έρημου νησιού - φυσικού τοπίου των γυρισμάτων και ουσιαστικά τέταρτου βασικού πρωταγωνιστή της ταινίας, ο «Φαροφύλακας» γίνεται ολοένα και καλύτερος, καθώς περνάει η ώρα και ανάμεσα στη γνωριμία σου με τους τρεις κεντρικούς του ήρωες και τα προσωπικά τους μυστικά και ψέματα, έρχεσαι αντιμέτωπος με τα πρώτα ανησυχητικά σημάδια ότι κάτι θα πάει πάρα πολύ στραβά.
Ολα ξεκινούν όταν τρεις άνδρες διαφορετικών γενεών, επιβιβάζονται σε μια βάρκα με σκοπό να αλλάξουν βάρδια στο φάρο ενός νησιού από το σύμπλεγμα των νησιών Φλάναν. Ο Τόμας είναι ο μεγαλύτερος από τους τρεις, ένας λιγομίλητος και αυστηρός άνδρας που κάθε βράδυ ξυπνά από εφιάλτες μετά τον πρόσφατο θάνατο της γυναίκας του. Ο μεσαίος είναι ο Τζέιμς, ένας γεροδεμένος και σίγουρος για τον εαυτό του φύλακας, που έχει αφήσει πίσω στη στεριά τη γυναίκα του και τον γιο του. Ο μικρότερος είναι ο Ντόναλντ που διαθέτει όλο τον ενθουσιασμό ενός άπειρου φαροφύλακα που διψάει να μάθει τα μυστικά της δουλειάς από τους μεγαλύτερους.
Η απρόσμενη ανατροπή στην σχεδόν ακίνητη και πανομοιότυπη καθημερινή τους ρουτίνα θα έρθει όταν θα βρεθούν αντιμέτωποι με μια μακάβρια αρχικά, πολύτιμη στη συνέχεια ανακάλυψη. Λόγος ικανός για να πάρει τα πάνω του ο τρόμος.
Τι κρίμα λοιπόν που το νήμα του ενθουσιασμου κόβεται απότομα, όταν πλέον έχει συμβεί και ο «Φαροφύλακας» δεν δεν μπορεί να αποφασίσει αν θέλει να παραμείνει στα όρια ενός ψυχολογικού θρίλερ, ενός δράματος με σαιξπηρικές απολήξεις ή ενός υβριδίου κάπου ανάμεσα στο gore και την απόλυτη φρίκη. Το ότι προσπαθεί να είναι και τα τρία «είδη» ταυτόχρονα, αποβαίνει μόνο εις βάρος του, με το ενδιαφέρον του θεατή να χάνεται από σκηνή σε σκηνή.
Μεγαλόστομες ερμηνείες (από τους καλούς αλλά από ένα σημείο και μετά τελείως εκτός ρόλου τρεις πρωταγωνιστές), ψυχολογικά παιχνίδια που δεν οδηγούν πουθενά, βαριά (κι ασήκωτη) ατμόσφαιρα που ταιριάζει με τη συνεχώς φουρτουνιασμένη θάλασσα, όλα στοιχεία που κάνουν τα πάντα για να πείσουν για τη σοβαρότητα της αλήθειας πίσω από το θρύλο και ταυτόχρονα να ψελλίσουν (γιατί δεν μπορούν να κάνουν κάτι πιο ηχηρό) τέσσερα πέντε πράγματα για το πόσο εύκολο είναι να γίνει ο άνθρωπος ένα τέρας.
Λίγο πριν το τέλος κι ενώ μοιάζει πραγματικά ενδιαφέρουσα η «υπόθεση» των σεναριογράφων (γιατί πώς να ξέρουν τι συνέβη στ' αλήθεια;) για το τι τελικά οδήγησε στην εξαφάνιση των τριών αντρών, ο θεατής είναι δικαιολογημένα αδιάφορος. Θα μείνει μέχρι το τέλος για να δει τι θα γίνει, αλλά όχι ακριβώς επειδή τον ενδιαφέρει κιόλας.