Τις τελευταίες δεκαετίες, έχουμε παρακολουθήσει τη σταδιακή μετάλλαξη του (σωματικού) τρόμου εντός της μεγάλής οθόνης από περιθωριακή αισθητική επιλογή σε κυρίαρχο εργαλείο διερεύνησης έμφυλων ταυτοτικών συμπαραδηλώσεων, και όχι μόνο, στα χέρια γυναικών δημιουργών. Από το «Trouble Every Day» της Κλερ Ντενί, που έθεσε τη βία και τον ερωτισμό ως αδιάσπαστες όψεις του γυναικείου σώματος, ως τη φιλμογραφία της Ζουλιά Ντουκουρνό, όπου η σωματικότητα λειτουργεί ως (αλληγορικό) πεδίο μεταμόρφωσης, επιθυμίας και τρόμου ταυτόχρονα, μέχρι και το πρόσφατο, για πολλούς λόγους αριστουργηματικό, «The Substance: Το Ελιξίριο της Νιότης» της Κοραλί Φαρζά, η στροφή στην αντιμετώπιση του γυναικείου σώματος όχι απλώς ως φορέα τραύματος, αλλά ως ενεργού παράγοντα αφήγησης δεν είναι τυχαία, ούτε κατ’ ελάχιστον.

H παραπάνω τάση συνοψίζει μία από τις πιο ενδιαφέρουσες εκφάνσεις της φεμινιστικής κινηματογραφικής γλώσσας εν γένει: την απόλυτη ταύτιση του συμβολικού με το απτό, το πρακτικό, το πρωτοεπίπεδο. Διότι αν κάτι καθιστά το γυναικείο (μπόντι) χόρρορ συναρπαστικό, αυτό είναι το γεγονός ότι επέτρεψε την απομάκρυνση από την «κατασκευή» του παθητικού θύματος επαναπροσδιορίζοντας συγχρόνως το «κακό», τον δυνάστη: όχι ως Αλλο, αλλά ως ενδογενή παράγοντα, ως κομμάτι του ίδιου του θηλυκού υποκειμένου που αντιδρά, απαιτεί και μεταμορφώνεται, διεκδικώντας εκ νέου τη σωματικότητα που (διαχρονικά) του έχει στερηθεί.

Υπηρετώντας το προαναφερόμενο πλαίσιο και αξιοποιώντας στοιχεία του στον βαθμό που αφορούν την αφήγηση που ενορχηστρώνει, η Εμίλιε Μπλίχφελντ επανασυστήνει τον μύθο της Σταχτοπούτας του Σαρλ Περώ, αντλώντας υλικό κυρίως από την γκροτέσκα εκδοχή που εξέδωσαν οι αδελφοί Γκριμ το 1812. Υπό τη δική της ματιά, απόλυτη πρωταγωνίστρια είναι η Ελβίρα, η μία εκ των δύο αδελφών της κλασικά κεντρικής ηρωίδας, που παρά τις κλιμακούμενα επίπονες προσπάθειές της να πλησιάσει την έμφυτη ομορφιά του θετού μέλους της οικογένειάς της, είναι καταδικασμένη να βρίσκεται σταθερά ένα βήμα πίσω, ωστόσο δεν είναι σε καμία περίπτωση διατεθειμένη να το αποδεχτεί, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Μέσα από ένα αυτόφωτο, ιδιοσυγκρασιακό στυλιζάρισμα που βρίθει φαν κινηματογραφικών αναφορών (από το «Κουρδιστό Πορτοκάλι» έως το «Carrie» κ.ο.κ.) σε συνδυασμό με μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πρόταση κινηματογράφησης του gore στοιχείου που καταφέρνει εντυπωσιακά να το «αισθητικοποιήσει», αναβαθμίζοντας παράλληλα το φιλμ σε επίπεδο φόρμας, η Μπλίχφελντ μετατρέπει τη στερεοτυπικά γελοιογραφική φιγούρα της «άσχημης» αδελφής της Σταχτοπούτας σε μία νεαρή γυναίκα που κουβαλά στο σώμα της όλη τη βία της κοινωνικής απόρριψης και εντέλει την επιστρέφει, ζημιώνοντας όχι τον περίγυρο, αλλά τον εαυτό της.

Το «The Ugly Stepsister» αποτελεί μία σπάνια περίπτωση φεμινιστικής αλληγορίας που πετυχαίνει να μιλήσει στο παρόν χωρίς περιττό διδακτισμό, μετατρέποντας τον τρόμο σε καθρέφτη του γυναικείου βιώματος όπως αυτό διαμορφώνεται - και καταπιέζεται - από τις κοινωνικές επιταγές περί ομορφιάς, καθώς και τις αλλεπάλληλες προσδοκίες που συνοδεύουν τη γυναικεία ταυτότητα. Με την ιστορία της Ελβίρας η Μπλίχφελντ καταδεικνύει παραπάνω από εύστοχα τη σαθρότητα ενός βαθιά τοξικού πολιτισμικού οικοδομήματος, με ευαισθησία και αισθητική άποψη που σίγουρα θα μας απασχολήσει στο μέλλον.