Στο «Κουρδιστό Πορτοκάλι», ο Αλεξ ΝτεΛάρτζ (Μάλκολμ ΜακΝτάουελ), μια παραβατική φυσιογνωμία,, κι οι δυσλειτουργικοί φίλοι του, περνούν τα βράδια τους πίνοντας γάλα εμπλουτισμένο με ναρκωτικά, φοράνε φρικιαστικές λευκές στολές με ημίψηλα μαύρα καπέλα και κυκλοφορούνε στους δρόμους μιας φουτουριστικής Μεγάλης Βρετανίας με σκοπό να σπείρουν την καταστροφή και να εξασκήσουν αυτό που οι ίδιοι ονομάζουν «Σούπερ Βία». Σύντομα, η τύχη του Αλεξ στερεύει, συλλαμβάνεται και καταδικάζεται για δολοφονία. Στη φυλακή, μαθαίνει για μια νέα επαναστατική θεραπεία, η οποία υπόσχεται να τον απαλλάξει από το βάρος της βίαιης φύσης του και να τον μετατρέψει σε ευυπόληπτο μέλος της βρετανικής κοινωνίας. Σε αντάλλαγμα όμως, θα χάσει την προσωπική του βούληση…

Η ταινία ξεκινάει με μία μεγάλη ανατριχίλα, από την άλικη κάρτα αρχής στο μουσικό θέμα και στη συνέχεια σε ένα από τα πιο διαπεραστικά και μεγάλα σε διάρκεια και ισχύ βλέμματα της κινηματογραφικής ιστορίας. Ο Αλεξ μας κοιτάει με τις μεγάλες του βλέφαρίδες, η κάμερα ανοίγει και βρισκόμαστε στο Korova Milkbar, το ορμητήριο της ακολασίας για τον Αλεξ και την παρέα του. Ο μέσος θεατής, τη στιγμή εκείνη βρίσκεται στη γωνία προαισθήματος και παντελούς άγνοιας, το σταυροδρόμι απ’ όπου, σαν ελατήριο, εκτινάσσεται η βία ως πρωταγωνίστρια.

Λίγες ταινίες διχάζουν όσο το «Κουρδιστό Πορτοκάλι». Για κάποιους, είναι ένα συναρπαστικό και επίκαιρο πορτρέτο των βίαιων κοινωνιών μας σε τρεις πράξεις (βία, τιμωρία και νηνεμία). Για άλλους, είναι ένα αστείο που παρατραβάει τόσο χρονικά, όσο και θεματικά. Σε κάθε περίπτωση, ο Κιούμπρικ καταφέρνει να οικοδομήσει ένα ανατριχιαστικό σύμπαν, που θεωρήθηκε οριακά επικίνδυνο. Ηταν τόση η επιρροή που είχε η ταινία στους θεατές, που ο σκηνοθέτης αναγκάστηκε να διακόψει τη διανομή της στη Μεγάλη Βρετανία, σε μια απαγόρευση που διήρκησε μέχρι και τον θάνατό του το 1999.

Ετσι, οι Βρετανοί αναγκάστηκαν να παρακολουθούν την ταινία σε λαθραίες κασέτες που προμηθεύονταν από άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Πράγμα οξύμωρο, αν σκεφτεί κανείς πως η ταινία διαδραματίζεται στο φοβερά πιστά βρετανικό σύμπαν που κατασκεύασε ο Κιούμπρικ, αν και Νεοϋορκέζος. Η απαγόρευση αυτή έδρασε καταλυτικά για τη φήμη της ταινίας σε βρετανικό έδαφος, την οποία συνόδευε έτσι για χρόνια ένα μυθολογικό στάτους.

Το «Κουρδιστό Πορτοκάλι» είναι, πράγματι, μια ταινία που δύσκολα βλέπεις και ακόμη πιο δύσκολα προτείνεις. Αν πιστέψουμε το αξίωμα πως τα καλά έργα τέχνης είναι οικουμενικά, τότε το «Κουρδιστό Πορτοκάλι» αποτυγχάνει παταγωδώς. Ειδικά το πρώτο του μέρος, στο οποίο ξεδιπλώνεται όλη η σαδιστική φύση του Αλεξ και της άθλιας παρέας του, είναι μάλλον μια άσκηση υπομονής. Είναι πραγματικά δύσκολο να κοιτάς την οθόνη στις σκηνές της Σούπερ Βίας, ειδικά στα δευτερόλεπτα που οδηγούν νομοτελειακά στον βιασμό: ένα σπλαχνικό σούβλισμα και μια ακραία διασάλευση. 

Ισως ο τρόπος με τον όποιον ο Κιούμπρικ επιλέγει να παρουσιάσει τη βία είναι ξεπερασμένος για έναν θεατή μετά από 53 χρόνια. Αλλωστε, αυτή η βία στις οθόνες μας είναι φοβερά στυλιζαρισμένη και αριστοτεχνικά ενορχηστρωμένη για να προσομοιάσει την άστατη, απρόβλεπτη και σαφώς λιγότερο εντυπωσιακή βία της πραγματικότητας.

Σε αυτήν την αίσθηση ενός περασμένου μεγαλείου ίσως προσθέτει και η χρήση της κλασικής μουσικής - η οποία ποτέ δεν εξηγείται, παρά μόνο ως ένα καπρίτσιο ενός ήδη εξωφρενικού πρωταγωνιστή. Παρά τα χρόνια της όμως, η ταινία φέρει περήφανα την υπογραφή του δημιουργού της, κατά πολλούς στο απόγειο της καριέρας του. Ο Κιούμπρικ είχε μόλις ολοκληρώσει την «Οδύσσεια του Διαστήματος» και μετά το «Κουρδιστό Πορτοκάλι» θα συνέχιζε ακάθεκτος με τον «Μπάρι Λίντον» και τη «Λάμψη».

Σήμα κατατεθέν του σκηνοθέτη της, στην ταινία παρατηρούμε τo one-point perspective, αυτήν τη χαρακτηριστική γεωμετρία του Κιούμπρικ στην οποία όλες οι γραμμές του κάδρου φαίνεται να συγκλίνουν στο ίδιο σημείο -συνήθως, ακριβώς στο κέντρο. Το κάδρο αυτό είναι, επίσης, σχεδόν πάντα γεμάτο από φαλλικά σύμβολα και ποπ-αρτ περισπασμούς.

Η ταινία είναι βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο-μανιφέστο του Αντονι Μπέργκες. Ο Κιούμπρικ σε αυτήν τη συνθήκη μένει πιστός στο βιβλίο - πολύ πιο πιστός απ’ ό,τι στη «Λάμψη» και την επακόλουθη ρήξη του με τον Στιβεν Κινγκ. Κάνει ορισμένες στρατηγικές αλλαγές, μια εκ των οποίων είναι δηλωτική του πώς επιθυμεί να παρουσιάσει τον πρωταγωνιστή του, Αλεξ: στο βιβλίο, ο Αλεξ είναι υποχρεωμένος να γίνει το πειραματόζωο της νέας επαναστατικής θεραπείας Ludovico, επειδή σκοτώνει έναν συγκρατούμενό του. Αντιθέτως, στην ταινία καταστρώνει ένα ολόκληρο σχέδιο, κομμάτι του οποίου είναι να αντιμιλήσει στους δεσμοφύλακες και να αυτοπροταθεί, παρουσία του Υπουργού Εσωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, για να γίνει το πειραματόζωο για τη θεραπεία. Ο Κιούμπρικ λοιπόν επιλέγει να μην παρουσιάσει τον Αλεξ ως έναν απολύτως παράτολμο εγκληματία, που είναι έρμαιο των παθών του. Αντιθέτως, τον παρουσιάζει ως δολοπλόκο, έξυπνο και οπορτουνιστή, ο οποίος παίρνει το πεπρωμένο στα χέρια του.

Αντιστοίχως, ο Κιούμπρικ παρουσιάζει και τα σαθρότερα κομμάτια της βίας της εξουσίας, κυρίως μέσω του Υπουργού Εσωτερικών, ο οποίος προσπαθεί να χρησιμοποιήσει τον Αλεξ ως όχημα για την κοινωνική αποδοχή του κυβερνητικού μηχανισμού. Οι αποφάσεις του Υπουργού είναι μια σάτιρα προς τις σοσιαλιστικές κυβερνήσεις που θυσιάζουν κάθε ατομική πρωτοβουλία στον βωμό της κοινωνικής ευδαιμονίας. Κρίνει εκ του αποτελέσματος και δεν λογαριάζει τη ζημιά που επιφέρει η θεραπεία του στην ελεύθερη βούληση του Αλεξ.

Από την άλλη όμως, γιατί να μας συγκινήσει η απουσία ελεύθερης βούλησης ενός βιαστή και δολοφόνου; Συνήθως, το σημείο όπου σταματάνε οι προσωπικές ελευθερίες είναι και το σημείο από το οποίο ξεκινάνε να έχουν ισχύ οι επιπτώσεις της κοινωνικής δικαιοσύνης. Το ωραίο με το «Κουρδιστό Πορτοκάλι», όπως και με κάθε μεγάλο έργο, είναι ότι δεν προσπαθεί να λύσει το πρόβλημα του σωφρονισμού - αντιθέτως, λειτουργεί ως προσάναμμα που βάζει σπίθες και ξεκινά έναν φλεγόμενο διάλογο. Ο Κιούμπρικ φαίνεται να μας λέει πως σε μια εγκληματική κοινωνία, επιβιώνουν καλύτερα οι εγκληματίες.

Φημολογείται πως ο ίδιος ο Κιούμπρικ έτρεφε μια συμπάθεια προς τον Αλεξ και τον χαρακτήρα του. Μπορούμε ίσως να το εκμαιεύσουμε αυτό από τον τρόπο που τον παρουσιάζει, κάπως μεσσιανικά, πάντα στο κέντρο, μακριά από τις παραμορφώσεις των ευρυγώνιων φακών στις άκρες του κάδρου. Υπάρχει η γοητευτική θεωρία πως το μυστηριώδες μωρό που αιωρείται στο διάστημα στο τέλος της «Οδύσσειας του Διαστήματος», είναι ο ίδιος Αλεξ, ο οποίος ενσαρκώθηκε και περπάτησε στη Γη στο «Κουρδιστό Πορτοκάλι» για να σπείρει την καταστροφή.

Από το 1971 αναρωτιόμαστε τι οδηγεί τον Αλεξ σε τέτοιες φρικιαστικές πράξεις και αν τελικά υπάρχει τρόπος να επαναπρογραμματίσουμε τις νουκλεϊκές μας έλικες ώστε να γίνουμε μία άλλη, καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας, απαλλαγμένοι από τα βάρη της παλιάς ζωής μας. Ισως μια τέτοια δύναμη δεν είναι γραφτό να πέσει στα χέρια μας: άλλωστε, «αν στερήσεις από κάποιον το δικαίωμα της προσωπικής επιλογής, παύει να είναι άνθρωπος».