Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς τι ήταν αυτό που γοήτευσε τον Ορσον Γουέλς στο θρυλικό ημιτελές μυθιστόρημα του Φραντς Κάφκα.

Η ιστορία ενός καθημερινού ανθρώπου με το όνομα Γιόζεφ Κ. που βρίσκεται ξαφνικά κατηγορούμενος χωρίς να γνωρίζει το γιατί, αφετηρία ενός εφιάλτη που θα τον βυθίσει μέσα σε μια ασφυξιογόνα εφιαλτική δίνη μακριά από την πραγματικότητα και ολοένα πιο κοντά στην τρέλα, συνοψίζει μεμιάς την «αυτοβιογραφία» του σκηνοθέτη του «Πολίτη Κέιν», ενός δημιουργού που είδε τη δική του καθημερινότητα (αυτή του να κάνεις σινεμά) να μεταμορφώνεται αργά αλλά τρομακτικά σε ένα πεδίο μάχης με τη βιομηχανία, το πολιτικό σύστημα, τον ίδιο του τον εαυτό - μέχρι σημείου τελικής εξόντωσης.

Οι αναλογίες ανάμεσα στον λεπτεπίλεπτο και εύθραυστο Αντονι Πέρκινς και τον «όγκο» του Ορσον Γουελς θα συνηγορούσαν, δικαιολογημένα, περί υπερβολής σε ό,τι αφορά την όποια ταύτιση, αλλά - με τον ίδιο τρόπο της «Κυρίας από τη Σαγκάη», για παράδειγμα, ή του «Αρχοντα του Κακού», που προηγήθηκαν - η «Δίκη» είναι ακόμη μια αυτοβιογραφική ταινία στην πληγωμένη φιλμογραφία του αλλά και μια από τις λίγες που δεν τραυματίστηκαν από απαιτήσεις παραγωγών ή από την ίδια τη μεγαλομανία του δημιουργού τους.

Οι μοναδικοί μώλωπές της - τουλάχιστον σε επίπεδο παραγωγής - οφείλονται στην έλλειψη ικανών πόρων για την υλοποίηση ενός οράματος που δεν θα τολμούσε παρά μόνο ο πιο… θαρραλέος από όλους.

Η κινηματογραφική «Δίκη» ξεκίνησε όταν, το 1960, ο παραγωγός Αλεξάντερ Σάλκιντ (της μετέπειτας τεράστιας φήμης του «Superman»), πρότεινε στον Ορσον Γουελς να κάνουν μαζί μια ταινία βασισμένη σε ένα βιβλίο ελεύθερο δικαιωμάτων. Η αρχική επιθυμία του Σάλκιντ ήταν να διασκευάσουν το «Τάρας Μπούλμπα» του Νικολάι Γκόγκολ, αλλά όταν έγινε γνωστό ότι ο Χάρολντ Χεκτ ετοίμαζε ήδη μια ταινία πάνω στο ίδιο υλικό με πρωταγωνιστή τον Γιουλ Μπρίνερ, ο Σάλκιντ πρότεινε στον Ορσον Γουελς μια λίστα με 82 τίτλους. Από αυτούς ο Γουελς διάλεξε φυσικά αυτό που έμοιαζε πιο πολύ σε ένα νεο-νουάρ στο περιτύλιγμα ενός εφιάλτη, αυτό που λόγω του άχρονου και του αχαρτογράφητού του μπορούσε να μεταφερθεί στη Νέα Υόρκη των '60s και αυτού που περιέγραφε με τον πιο γλαφυρό τρόπο την κατά κράτος νίκη της εξουσίας πάνω στο άτομο.

Ο Σάλκιντ υποσχέθηκε στον Ορσον Γουελς απόλυτη καλλιτεχνική ελευθερία (την τήρησε), ακόμη και όταν ανακάλυψε πως έπρεπε τελικά να πάρει δικαιώματα για την κινηματογραφική διασκευή του βιβλίου. Εξασφάλισε χρηματοδότες από τρεις χώρες (εξ ου και το διεθνές καστ) και βρήκε ιδανικό σκηνικό για τα γυρίσματα στο Ζάγκρεμπ, στο Ντουμπρόβνικ, στη Ρώμη, στο Μιλάνο και στον κλειστό τότε ακόμη σταθμό Gare d’ Orsay του Παρισιού, μετατρέποντας την ταινία ταυτόχρονα σε ένα μεγάλο κινηματογραφικό γεγονός της εποχής αλλά και μια τόσο μοναδική στιγμή μέσα στο χρόνο όπου ένας παραγωγός εργαζόταν σκληρά για να μεταφέρει στο σινεμά… Κάφκα - και μάλιστα ένα από τα πιο δυσνόητα έργα του.

Ο Ορσον Γουελς έγραψε το σενάριο μέσα σε έξι μήνες, πείραξε πράγματα από το βιβλίο, χωρίς ωστόσο να προδώσει στο ελάχιστο το πνεύμα και κυρίως την ουσία της «Δίκης» και το σκηνοθέτησε σαν έναν εφιάλτη, με ανθρώπους στριμωγμένους μέσα στα ηθελημένα ακανόνιστων διαστάσεων σκηνικά, με γωνίες λήψεις, φακούς και ζουμ που εκτός από σήμα κατατεθέν του υπήρξαν ειδικά για αυτήν την ταινία το αδιάκριτο βλέμμα που εισβάλλει μέσα στη ζωή του κυρίου Κάπα, με ντουμπλαρίσματα που αναγκάστηκαν να κάνουν οι ηθοποιοί χωρίς ποτέ να καταλάβουν πού ακριβώς ο ήχος είναι σύγχρονος και πού όχι, με τη δομή ενός αρχιτεκτονικού οπτικοακουστικού οικοδομήματος που, μαζί με το ανελέητο φλερτ του στην επιστημονική φαντασία, πλησιάζει σχεδόν χωρίς φόβο να καεί ολοκληρωτικά από την υπαρξιακή του αγωνία.

Ο εξπρεσιονικός τρόπος με τον οποίο ο Ορσον Γουελς μετακινείται από το ένα δωμάτιο (του μυαλού του Κάπα;) στο άλλο, οι οργουελικές σκηνές στα γραφεία και την αίθουσα δικαστηρίων, η δυστοπία στα ανατριχιαστικά εξωτερικά και η κρυστάλλινη γοτθική ατμόσφαιρα βγαλμένη αυτούσια από τον «Πολίτη Κέιν» (στις σκηνές του ίδιου του Γουελς στην έπαυλη), είναι μόνο μια δόση από την αναπόφευκτη - ακόμη και για τα μάτια ενός υποψηφιασμένου θεατή - παραισθησιογόνα επίδραση της ταινίας.

Εξήντα χρόνια μετά, η «Δίκη» μπορεί να υπολείπεται της μαύρης κωμωδίας (όπως ήταν η εντολή που είχε δώσει ο Γουελς στον Πέρκινς) και να μοιάζει φορτωμένη - όπως οι περισσότερες ταινίες του Γουελς - από παραβολές, αλληγορίες, μηνύματα, πολιτικές αναφορές και ιστορικές υποδείξεις που στο μέλλον θα βλέπαμε επί εκατό.

Δεν θα μπορούσε, ωστόσο, ποτέ να υπάρξει άλλη ταινία στην ιστορία του σινεμά που να μεταφέρει τόσο εύστοχα το καφκικό σύμπαν σε άλλο μέσο και άλλο χρονικό σημείο. Γραμμένη το 1914 ή 1915 η «Δίκη» εκδόθηκε το 1925 για να προφητεύσει την άνοδο του φασισμού και έναν ακόμη Παγκόσμιο Πόλεμο. Γυρισμένη το 1962, η «Δίκη» του Ορσον Γουελς θα ξεκινούσε από τον Ψυχρό Πόλεμο για να μιλήσει για την υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου στο μοντέρνο κόσμο. Να γίνει θρίλερ, μαζί και σάτιρα, για τον ίδιο το φασισμό και, κάπου ανάμεσα στα σπαρακτικά τρομαγμένα βλέμματα του Αντονι Πέρκινς (στην ίσης εκτοπίσματος ερμηνείας του με το «Ψυχώ»), στη σαρωτική Ζαν Μορό, τη σπασμένη προφορά της Ρόμι Σνάιντερ, τον κυνισμό του ίδιου του Γουελς στο ρόλο του δικηγόρου και του επαναλαμβανόμενου στοιχειωτικά Adagio του Αλμπινόνι, να διασχίσει μια ιλιγγιώδη διαδρομή μέχρι το τέλος της (κοινής) λογικής.