Και ποιος δεν γνωρίζει τον Μάριο; Ακόμα και αν δεν έχεις παίξει ποτέ video games, αποκλείεται να μην έχεις ακούσει έστω και μια φορά τον πιο διάσημο υδραυλικό της Nintendo με το χαρακτηριστικό του μουστάκι, την ψιλή του φωνή και, ίσως, τελικά, τον πιο εμβληματικό χαρακτήρα στην ιστορία των βιντεοπαιχνιδιών.

Παρά τις πρόσφατες σωρηδών μεταφορές video games στη μεγάλη οθόνη, η Nintendo παρέμενε υπερπροστατευτική για πολλά χρόνια προς την αγαπημένη της μασκότ, ειδικά μάλιστα όταν 30 χρόνια πριν κυκλοφόρησε εκείνη την live action κινηματογραφική μεταφορά με τον Μπομπ Χόσκινς και τον Τζον Λεγκουιζάμο στους ρόλους των Μάριο και Λουίτζι αντίστοιχα, την οποία ακόμα και τώρα όλοι μας προσπαθούμε να ξεχάσουμε.

Και φαίνεται πως ήρθε η ώρα, κάπως διστακτικά ίσως, για να δώσει στην ιδέα αυτή άλλη μια ευκαιρία, αυτή τη φορά προτιμώντας το δρόμο του animation από τις διάφορες (και αχρείαστες πολλές φορές) live action μεταφορές, έτσι ώστε να κάνει το κινηματογραφικό ντεμπούτο τού Μάριο και των υπόλοιπων χαρακτήρων κάτι που θα το θυμούνται όλοι με αγάπη.

Αλλά, ακόμα και έτσι, δεν κατάφερε να το πετύχει όπως ίσως οι περισσότεροι θα θέλαμε.

Ενώ επιδιορθώνουν έναν αγωγό ύδρευσης, δύο υδραυλικοί από το Μπρούκλιν, ο Μάριο και ο αδελφός του, Λουίτζι, μεταφέρονται μέσα από έναν μυστηριώδη σωλήνα σε έναν μαγικό νέο κόσμο. Οταν τα δύο αδέλφια χωριστούν, ο Μάριο ζει μία επική περιπέτεια αναζήτησης του Λουίτζι. Με τη βοήθεια του μανιταριού Τοντ και μετά την εντατική εκπαίδευση στη μάχη με την αρχηγό του Μανιταροβασιλείου, Πριγκίπισσα Πιτς, ο Μάριο επιστρατεύει τις δικές του δυνάμεις και αναλαμβάνει δράση.

H Nintendo αποφάσισε να συνεργαστεί με το στούντιο animation της Illumination, το οποίο είναι κυρίως γνωστό για τα «Minions» και την σειρά «Εγώ, ο Απαισιότατος». Μπορεί το animation να μην κερδίζει πόντους για την ευρηματικότητα και την καλλιτεχνική του αρτιότητα, αλλά καταφέρνει να μεταφέρει τους αγαπημένους χαρακτήρες στη μεγάλη οθόνη και μερικά από τα πιο εμβληματικά μέρη του franchise πανέμορφα σχεδιασμένα και με έντονους και ζωηρούς χρωματισμούς. Με έξτρα μπόνους το soundtrack του Μπράιαν Τάιλερ, ο οποίος δανείζεται συνεχώς τα κλασικά θέματα του Κόντζι Κόντο, για να πλαισιώσουν μερικές από τις καλύτερες στιγμές της, προκαλώντας υπερδιέγερση στους φανς.

Στοχεύοντας κυρίως στη νοσταλγία, η ταινία είναι γεμάτη από διάφορα easter eggs, αναφορές σε διάφορα video games (από το rainbow road του «Mario Kart» μέχρι και την στοιχειωμένη έπαυλη του «Luigi’s Mansion»), τα γνωστά power ups (μανιτάρια, καβούκια και λουλούδια φωτιάς), ενώ μερικές φορές αλλάζει την οπτική της παρουσίαση σε ένα είδους 2.5D side scrolling, προσπαθώντας να προσθέσει όσα περισσότερα γίνεται για να δώσει έτσι στους Nintendo φανς αυτό που σίγουρα ζητούσαν εδώ και καιρό.

Αλλά, δυστυχώς, η ταινία δεν καταφέρνει τίποτα παραπάνω από αυτό.

Ξεμένοντας γρήγορα από σενάριο, το οποίο κι αυτό μάλλον βρίσκεται, μαζί με την πριγκίπισσα, σε άλλο κάστρο, και με τους χαρακτήρες να έχουν τόσο βάθος όσο και οι 8bit-οι ενσαρκώσεις τους, οι οποίοι καταλήγουν αρκετές φορές σε στερεοτυπικές καρικατούρες, με τον Μπάουζερ να ξεφεύγει λίγο με τις ατάκες του και κάποιες αρκετά αστείες σκηνές, η ταινία σπάνια σου κεντρίζει το ενδιαφέρον σε αυτό τον τομέα με τη δράση να εξελίσσεται όπως ακριβώς την περιμένεις. Το χιούμορ ευτυχώς δεν πέφτει και τόσο στα κλισέ με τα αστεία να βρίσκουν το στόχο τους τις περισσότερες φορές, ειδικά το γεμάτο ενθουσιασμό νιχιλιστή φεγγάρι (ο καλύτερος χαρακτήρας της ταινίας).

Το «Super Mario Bros. Η Ταινία» είναι σίγουρα μια από τις πιο βατές και τίμιες, ας το πούμε έτσι, ταινίες βασισμένες σε κάποιο video game. Σίγουρα θα είναι μια τεράστια εισπρακτική επιτυχία, και οι φανς θα την αγαπήσουν, αλλά για μια πρώτη ταινία του Μάριο, ειδικά μετά από τόσα χρόνια, εμείς θα θέλαμε να αναφωνήσουμε κάτι σε «woo-hoo» παρά «meh».