Το 1956, η Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας κυβερνάται από το Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα, αμάλγαμα του πρώην Κομουνιστικού Κόμματος της χώρας με το Σοσιαλδημοκρατικό, και επίσημο φορέα του σταλινικού τύπου σοσιαλισμού. Το τείχος δεν έχει ακόμη υψωθεί (θα χρειαστούν άλλα πέντε χρόνια), και η διέλευση από το σύνορο που χωρίζει την Ανατολική Γερμανία από τη Δυτική γίνεται με έναν τυπικό έλεγχο, αρκεί φυσικά να πείσεις τους φρουρούς για τον λόγο που επισκέπτεσαι την άλλη πλευρά.

Ο Κουρτ και ο Τέο, φίλοι και συμμαθητές από τη μικρή πόλη Στάλινσταντ κοντά στα πολωνικά σύνορα, περνούν ένα πρωί στο Δυτικό Βερολίνο με πρόσχημα να επισκεφτούν τον τάφο του παππού του πρώτου, ενώ σκοπός τους είναι να μπουν σε ένα σινεμά να δουν μια απαγορευμένη στα μέρη τους ταινία. Δεν είναι αυτή, ωστόσο, που θα τους αναστατώσει, αλλά τα εναρκτήρια επίκαιρα για τον αιματηρό αγώνα των Ούγγρων να διώξουν από τη χώρα τους τις σοβιετικές δυνάμεις κατοχής. Για τους δύο εφήβους, η πάλη του ουγγρικού λαού αντανακλά τη δική τους δυσφορία με το άκαμπτο καθεστώς τους.

Επιστρέφοντας, θα συνεχίσουν να παρακολουθούν την εξέλιξη της Ουγγρικής Επανάστασης από το παράνομο ραδιόφωνο ενός μακρινού, αποκομμένου από την κοινωνία της πόλης, συγγενή. Και, σε ένδειξη αλληλεγγύης, σύντομα θα πείσουν τους –περισσότερους- συμμαθητές τους να κρατήσουν ενός λεπτού σιγή στη διάρκεια ενός μαθήματος. Όμως η «αθώα» πράξη διαμαρτυρίας προκαλεί την απορία και την οργή του καθηγητή, κι από κει την παρέμβαση του λυκειάρχη και τη δυσανεξία της διευθύντριας. Η υπόθεση θα φθάσει μέχρι τον Υπουργό Παιδείας, σκληροπυρηνικό σταλινιστή, του οποίο το τελεσίγραφο είναι ξεκάθαρο: αν ο υποκινητής της «αντεπαναστατικής» πρωτοβουλίας δε φανερωθεί εντός μίας εβδομάδας, ολόκληρη η τάξη αποβάλλεται από το σχολείο και αποκλείεται δια βίου από όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα της ΛΔΓ.

Η ιστορία είναι αληθινή. Τη χρονογράφησε σε βιωματικό του βιβλίο ο Ντίτριχ Γκάρστκα, που την έζησε ως ένας από τους μαθητές. Και τη δραματοποιεί εδώ ο Λαρς Κράουμε, ο σκηνοθέτης του «Υπόθεση Φριτζ Μπάουερ: Μυστική Ατζέντα». Ο οποίος, από την ακροδεξιά σήψη στο σύστημα δικαιοσύνης του δυτικού γερμανικού μπλοκ, περνά με τη «Σιωπηλή Επανάσταση» στον ακροαριστερό εκφοβισμό σε ολόκληρο τον πολιτικό ιστό του ανατολικού.

Εντελώς κεντρικό θέμα του φιλμ είναι η σύγχυση του υπό ενηλικίωση ατόμου σε μια πολιτικά κατακερματισμένη Ευρώπη. Ειδικά σε μια περίκλειστη εντροπία όπως ήταν η Ανατολική Γερμανία, θα ήταν πραγματικό σοκ για έναν έφηβο η συνειδητοποίηση πως δεν υπάρχει ένα μονάχα μοντέλο σοσιαλισμού (χιλιάδες από τους αντισοβιετικούς εξεγερθέντες στη Βουδαπέστη ήταν κομουνιστές και μέλη εργατικών σωματείων), πως η κοινή ιδεολογία δεν αποκλείει την εμφύλια ρήξη (δεν ήταν και ο Ούγγρος πρωθυπουργός Ίμρε Νάγκι, που σχεδίαζε τον εκδημοκρατισμό της χώρας του και την ανεξαρτησία της από τη Σοβιετική Ένωση, ένας κομουνιστής;), πως η προπαγάνδα είναι παντού ίδια ποιοτικά (τόσο οι Σταλινιστές όσο και οι δυτική κεφαλαιοκρατία ονομάτισαν την Ουγγρική Επανάσταση χτύπημα κατά του Κομουνισμού).

Ταυτόχρονα όμως με όλα τα παραπάνω, σοκ για τουλάχιστον τρεις από τους σιωπηλούς επαναστάτες του Στάλινσταντ είναι και οι αποκαλύψεις για την πολιτική στάση των πατεράδων τους σε κρίσιμες φάσεις της γερμανικής μεταπολεμικής ιστορίας. Ξεθαμμένα μυστικά, των οποίων τον αντίκτυπο ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Κράουμε κάνει το λάθος να διογκώσει στον βαθμό του μελό, καταφεύγοντας ακόμα και σε απλοϊκούς συμβολισμούς (η συμπλοκή στην εκκλησία) για να υπερτονίσει. Επιπλέον, πάνω στην επιλογή του να εστιάσει στις διακυμάνσεις στη σχέση των δύο φίλων από ένα σημείο κι έπειτα, ξεχνά εντελώς δευτερεύοντες χαρακτήρες-κλειδιά με τους οποίους είχε προηγούμενα ασχοληθεί εκτεταμένα.

Οχι πως η ταινία, με όλες τις αδυναμίες της, δε στέκεται σαν μια χρήσιμη προσθήκη στο σινεμά της ιστορικής υπενθύμισης και της πολιτικής αφύπνισης σε καιρούς ιδεολογικού λήθαργου σαν τους σημερινούς. Ούτε όμως και είναι το ξεχωριστό έργο που θα ήταν χωρίς τους εύκολους συναισθηματισμούς και τον διδακτισμό της.