Τελείωνοντας τις περίπου 160 σελίδες του βιβλίου του Τζούλιαν Μπαρνς που το 2011 κέρδισε το βραβείο Booker, χρειάζεσαι αρκετή ώρα για να αποκωδικοποιήσεις τι ακριβώς διάβασες. Αποσπασματικό με τον τρόπο που λειτουργεί η μνήμη όταν αναγκάζεται να θυμηθεί χωρίς τη θέλησή της, αλλά και πυκνογραμμένο όσο η σκέψη που ταξιδεύει με διπλάσια ταχύτητα, το «Ενα Κάποιο Τέλος» δικαιώνει τον τίτλο του γιατί ο ήρωάς του αναζητά πρωτίστως ένα (κάποιο) κλείσιμο σε μια ιστορία που αλλιώς θα έμενε για πάντα ανοιχτή και την ίδια στιγμή αυτό το τέλος μοιάζει απλά με «ένα κάποιο» και όχι με ένα οριστικό – όχι άδικα θέμα ανοιχτής ακόμη συζήτησης από τα εκατομμύρια των αναγνωστών του βιβλίου μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν την επιτυχία του.

Ιδια μοιάζει η αίσθηση και όταν τελειώνει η ταινία του Ρίτες Μπάτρα, υπεύθυνου για το γλυκύτατο (και όχι μόνο) «The Lunchbox» του 2014, που εδώ προσπαθεί να κρατήσει τη λιτή, ήσυχη και μεστή γραμμή του κινηματογραφικού του ντεμπούτου ακόμη και όταν το σενάριο (πιστό στην πρωτότυπη γραφή του Μπαρνς) αναλώνεται σε πισωγυρίσματα στο χρόνο, ελλείψεις που ζητούν από το θεατή να συμπληρώσει τα (συναισθηματικά) κενά και μια περισσότερο διανοητική παρά συναισθηματική διαδρομή που ζητάει το δικό της (ένα κάποιο, εννοείται) φινάλε.

Η ιστορία θέλει τον χωρισμένο Τόνι Γουέμπστερ να λαμβάνει μια ειδοποίηση πως η μητέρα μιας από τις πρώτες αγαπημένες του όταν ήταν ακόμη στο κολέγιο του έχει αφήσει δύο αντικείμενα στη διαθήκη της. Αυτή η «επίσκεψη» από το παρελθόν θα ανοίξει το κουτί με τις αναμνήσεις, καθώς ο Τόνι θα προσπαθήσει να ακολουθήσει το μίτο των γεγονότων, φτάνοντας μπροστά σε αναπάντεχες αποκαλύψεις και μια εξ ολοκλήρου νέα θεώρηση αυτού που πίστευε ότι ήταν η ζωή του, οι έρωτές του, η οικογένειά του.

Οι προθέσεις του Μπάτρα είναι σωστές. Το ίδιο και οι πρώτες ύλες – και αυτό θα το λέγαμε για οποιαδήποτε ταινία δίνει έναν τέτοιο πρωταγωνιστικό ρόλο στον σπουδαίο Τζιμ Μπρόντμπεντ. Ο Μπάτρα φτιάχνει μια αστυνομική ταινία χωρίς προφανές έγκλημα και στήνει σασπένς όχι γύρω από το «ποιος το έκανε», αλλά γύρω από το «τι έγινε;», ερώτηση από τη φύση της συνυφασμένη με την υπαρξιακή αγωνία που αναπόφευκτα σε κυριεύει όταν νιώθεις πως ο χρόνος σου έχει τελειώσει.

Αν και η ταινία του δεν σταματάει λεπτό να σε ενδιαφέρει και να σε ιντριγκάρει με τις χρονικές εναλλαγές και τα παιχνίδια της μνήμης (και της μοίρας) – ειδικά από τη στιγμή που σε αυτήν εμφανίζεται και η Σάρλοτ Ράμπλινγκ σαν ένα από τα σημαντικά κομμάτια του παζλ της ιστορίας που προσπαθεί να θυμηθεί ο πρωταγωνιστής της, είναι λίγα όσα σε κρατάνε συναισθηματικά κοντά στην αναζήτησή του.

Ακόμη και η τραγικότητα των αποκαλύψεων που προς το φινάλε μοιάζουν να ολοκληρώνουν ένα κύκλο συγχώρεσης που έπρεπε να είχε κλείσει χρόνια πριν, λειτουργούν περισσότερο «λογοτεχνικά» και σίγουρα όχι «καθαρτικά». Σαν ένα γράμμα που φτάνει στα χέρια σου – σαν αυτά που λειτουργούν αφυπνιστικά για τους ήρωες σε περισσότερες από μια περιπτώσεις – και το διαβάζεις περισσότερο από συνήθεια, γιατί στην πραγματικότητα θα έπρεπε να γνωρίζεις ήδη από χρόνια τι γράφει μέσα. Σαν ένα καλογραμμένο, ναι, βιβλίο (όπως είναι αυτό του Μπαρνς) που διαβάζεις με περιέργεια, αλλά όχι με συναισθηματική φόρτιση, ακόμη κι όταν κάθε του λέξη ή εικόνα προσπαθεί να σε πείσει για το αντίθετο.