Δύο πρωτοετείς στην Οξφόρδη, με παρόμοια αριστοκρατική καταγωγή αλλά διαφορετική αντίληψη για το παρόν και το μέλλον του κόσμου (ο Αλιστερ είναι ο τυπικά κομπλεξικός μικρός αδελφός ενός θρύλου της οικογενείας, οπότε ξεσπά όλο το καταπιεσμένο του μίσος όπου βρει, ο Μάιλς έχει αποφασίσει ότι είναι απλός, προσιτός σε όλους, σοσιαλιστής, μέχρι να του ζητηθεί να το αποδείξει στην πράξη) προσκαλούνται να γίνουν μέλη του «The Riot Club», μίας λέσχης αλητείας (το «κομψή» αναζητείται), κλειστής για την ευρεία μάζα των φοιτητών (μόνο 10 επίλεκτοι την αποτελούν), η οποία ιδρύθηκε αιώνες πριν για να απενοχοποιεί και να δοξάζει τα ζώωδη ηδονιστικά ένστικτα των προνομιούχων μελών της. Σπατάλη, πιοτό, φαγητό, σεξ, ακραίες φάρσες - ένα ασύδωτο, διονυσσιακό, κυριολεκτικό και συμβολικό όργιο στις πλάτες των υπολοίπων. Τα μέλη της λέσχης μπορούν να σπάνε όλους τους κανόνες, γιατί έχουν το χρήμα να πληρώνουν τον λογαριασμό. Οταν όμως το πατροπαράδοτο, ετήσιο γεύμα τους σε μία επαρχιακή οικογενειακή παμπ («όλες οι τοπικές τους έχουν στην μαύρη λίστα») ξεφεύγει πέρα από κάθε κτηνώδες όριο και καταλήγει σε τραγωδία, οι νεαροί θα αντιμετωπίσουν για πρώτη φορά την πιθανότητα ότι ούτε το οικογενειακό τους όνομα, ούτε τα χρήματά τους μπορούν να τους γλιτώσουν από την τιμωρία.
Η ίδια η Λόρα Γουέιντ, η συγγραφέας του πολυβραβευμένου θεατρικού «Posh» («αριστοκρατία») στο οποίο στηρίζεται η ταινία, υπογράφει την κινηματογραφική διασκευή του σεναρίου, ενώ στη σκηνοθεσία συναντάμε τη Δανή σκηνοθέτη Λόνε Σέρφινγκ («Μια Ημέρα», «Μια Κάποια Εκπαίδευση», «Ιταλικά για Αρχαρίους») στην τρίτη αγγλόφωνη ταινία της. Στην τρίτη της καυστική, πολιτική ματιά στην κοινωνική ανισότητα της Μ. Βρετανίας. Κι αν η επίθεσή της στην κακομαθημένη αριστοκρατική και προνομιούχα τάξη που ιδοπεδώνει προσωπικότητες και ζωές είχε μία πιο διακριτική προσέγγιση στο «Μια Κάποια Εκπαίδευση», εδώ, έχοντας ένα εκρηκτικά καταγγελτικό πρώτο υλικό στα χέρια της, η Σέρφινγκ τραβάει τα όρια στα άκρα.
Αυτό όμως είναι και το βασικό πρόβλημα της ταινίας, αυτή η αποτυχία της και η καταδίκη της στην μετριότητα. Το κείμενο της Γουέιντ είναι έξυπνο (ιδιαίτερα κάποιοι διάλογοι που ζωντανεύουν το σύγχρονο προβληματισμό εκατομμυρίων ανθρώπων στην Ευρώπη της μεγάλης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης: σώζουμε λαούς ή τράπεζες, για παράδειγμα), παρουσιάζει μία μεγάλη ευκαιρία, αν καταγραφεί σε σωστές ισορροπίες, να δυναμιτίσει τη σκέψη του θεατή, να ανοίξει έναν μεστό πολιτικό διάλογο, να λειτουργήσει ως αφυπνιστικό χαστούκι - ή ακόμα κι ως κλωτσιά στο στομάχι που θα μας πετάξει κάτω από τον καναπέ μας.
Βλέπετε, αυτή η λέσχη υπάρχει στην Οξφόρδη. Ονομάζεται «The Bullingdon Club» (ένα σνομπ, αλλά εξίσου γελοία κανιβαλιστικό frat house) και έχει συγχωρέσει αλητείες στα τέκνα πολλών κομψών, ευυπόληπτων βρετανικών οικογενειών. Οχι απλώς συγχωρέσει: επιβραβεύσει. Τα μέλη της βρίσκονται σήμερα σε υπουργεία, υψηλά δικαστικά αξιώματα, προεδρικές θέσεις σε ζάμπλουτες πολυεθνικές επιχειρήσεις - μέλος της υπήρξε, κρατηθείτε, κι ο ίδιος ο πρωθυπουργός της Αγγλίας, Ντέιβιντ Κάμερον. Στο θεατρικό της, η Γουέιντ τραβά τη βελούδινη κουρτίνα μίας απύθμενης κοινωνικής υποκρισίας και μας ζητά να δούμε κατάματα τι αποφασίζει τις τύχες μας: ένα ανεγκέφαλο, προνομιούχο, βαθιά διεφθαρμένο, ανεπίστρεπα κι απενοχοποιημένα ισοπεδωτικό για τους υπόλοιπους 1% εξουσίας.
Αλλο όμως το θεατρικό κείμενο, άλλη η κινηματογραφική του αποτύπωση. Η Σέρφινγκ δεν μπορεί να ξεφύγει από τον υπερβολικό, μελό εαυτό της. Ναι, εξ αρχής το κείμενο είναι επιθετικό και η ιστορία τείνει προς ακραία παραβολή, όμως εκεί φαίνεται το σκηνοθετικό χαλινάρι, το ταλέντο να ξέρεις να αφηγηθείς κάτι στις σωστές ισσοροπίες. Ολες οι επιλογές της είναι λανθασμένες: μονοδιάστατοι, στερεότυποι ήρωες, προφανή διλήμματα, λάθος κρεσέντο που καταλήγει να χάνει την ουσία της τραγικότητας και να φλερτάρει με τον φωτογενή παραλογισμό, στρογγυλή, διδακτική κάθαρση, κλισέ αποφωνήσεις. Η Σέρφινγκ εκτελεί εν ψυχρώ την ευκαιρία να δείξει την πραγματική πολιτική βία εκεί που πρέπει, όπως πρέπει, όσο πρέπει - χωρίς βιολιά που ακυρώνουν τη σοβαρότητα του μηνύματός της. Ταυτόχρονα, αποτυγχάνει να παράξει τουλάχιστον ένα συμπαγές, κλιμακούμενο θρίλερ, ακόμα κι όταν η αλά «Lord of the Flies» κατάβαση στην κόλαση θα έπρεπε να μας είχε στην άκρη της καρέκλας μας.
Ειρωνικά: όλο αυτό καταλήγει βαθιά συντηρητικό. Η υπερβολή στην εικόνα που μεταμορφώνει άπαντες σε καρτούν δεν σε αγγίζει. Η υπερβολή στην τοποθέτηση που σου δαιμονοποιεί τόσο ακραία τον πλούτο, σε βάζει στη θέση έμμεσα να τον υπερασπίζεσαι. Η υπερβολή στη σκιαγράφηση της ακλόνητης και βαθιά ριζωμένης εξουσίας την κάνει να φαντάζει ως φιξιόν δημιούργημα. Οπότε απλά του βάζεις αστεράκια και συνεχίζεις τη ζωή από τον καναπέ σου.