Ο Σιμόν, διάσημος αρχιτέκτονας που ζει στο Παρίσι, αποφασίζει να πουλήσει την κάβα που διατηρεί στο υπόγειο του κτιρίου όπου μένει μαζί με τη σύζυγό του, Ελέν και την ανήλικη κόρη τους. Ο ιδανικός αγοραστής θα βρεθεί στο πρόσωπο του Ζακ Φονζίκ, συνταξιούχου καθηγητή της Ιστορίας που το χρειάζεται για να αποθηκεύσει τα πράγματα τις πρόσφατα εκλιπούσας μητέρας του. Ο Σιμόν, χαρακτηριστικός για την αλληλεγγύη του που συχνά μεταφράζεται σε αφέλεια, θα δώσει τα κλειδιά του υπογείου στον Ζακ πριν ακόμη υπογράψουν συμβόλαια και όταν μάθει ότι ο δεύτερος κοιμάται στο υπόγειο μέχρι να γίνει διαθέσιμο το σπίτι που έχει αγοράσει, θα του διαθέσει και μια σοφίτα στον έκτο όροφο χωρίς αντάλλαγμα.

Τη στιγμή που ο ιδανικός αγοραστής θα αρχίσει να ενοχλεί με μικρές, κατά κύριο λόγο άξεστες, λεπτομέρειες της συμπεριφοράς του τους κατοίκους του κτιρίου και ο Σιμόν θα μάθει, αναμοχλεύοντας το σκοτεινό παρελθόν του, πως η μητέρα του έχει πεθάνει εδώ και μια δεκαετία και πως εκδιώχθηκε από το σχολείο στο οποίο εργαζόταν ως αρνητής του Ολοκαυτώματος, θα είναι πλέον αργά. Ο Ζακ θα εκμεταλλευτεί τους νόμους για την ιδιοκτησία που του δίνουν δικαίωμα κατόχου στο υπόγειο και ο Σιμόν θα ξεκινήσει έναν αγώνα για να τον διώξει που θα τον οδηγήσει, τον ίδιο και την οικογένεια του, στα άκρα.

Η υπέροχη ταινία που προοιωνίζει η παραπάνω υπόθεση τελειώνει πολύ νωρίς, ακριβώς στη σκηνή όπου γίνεται γνωστή η ταυτότητα του παράξενου κατοίκου του υπογείου (και αυτό δεν είναι spoiler αφού υπάρχει και στην επίσημη υπόθεση της ταινίας). Ακριβώς εκεί τελειώνει και η προσπάθεια του υπέροχου καστ που αποτελείται από τον Φρανσουά Κλουζέ, τον Ζερεμί Ρενιέ και την Μπερενίς Μπεζό να δώσουν περισσότερες από μια διαστάσεις στους χαρακτήρες που υποδύονται, παραμένοντας σχεδόν «γραφικοί» μέχρι και το φινάλε. Και ακριβώς εκεί ένα δύσκολο, ριψοκίνδυνο και τραγικά επίκαιρο θέμα χάνει την όποια αρχική του θεώρηση για να υποβιβαστεί σε μια αφελή ανταλλαγή απόψεων γύρω από το σωστό, το λάθος, την αλήθεια και το ψέμα.

Ο,τι ακολουθεί αυτή την αποκάλυψη, δεν είναι παρά μια συρραφή σκηνών που θέλουν από τη μία να αποτίσουν φόρο τιμής στον «Ενοικο» του Ρόμαν Πολάνσκι (και κατ’ επέκταση να παίξουν με τους κανόνες του θρίλερ και του σασπένς) και από την άλλη να γίνουν μια ταινία αφύπνισης, δηλαδή μια σημαντική (ας πούμε κοινωνικοπολιτική) ταινία που λειτουργεί (και) εκπαιδευτικά, τοποθετώντας τους ήρωές της στις διαφορετικές «θέσεις» που είναι σίγουρο ότι θα πάρουν οι θεατές κατά τη διάρκεια της θέασής της.

Φεύ, δεν συμβαίνει τίποτα από τα δύο, καθώς ο Φιλίπ Λε Γκε (των «Γυναίκες του Τελευταίου Ορόφου» και «Βόλτα με τον Μολιέρο») εμπιστεύεται ένα (δικό του) σενάριο που βρίθει από κλισέ, από στρογγυλεμένες διαπιστώσεις, από ανεξήγητες συμπεριφορές των ηρώων του και από μάλλον αστείες «τρομακτικές» σκηνές που μοιάζουν να έρχονται από δεκάδες άλλες ταινίες χωρίς κάποιο φίλτρο ενημέρωσης για την κοινωνία και το σινεμά του σήμερα. Ο Πολάνσκι μοιάζει πιο μακριά και από την λογική με την οποία ο Σιμόν και η Ελέν διαλύονται ως ζευγάρι, καθώς ωστόσο βυθίζονται μέσα στην ιστορία των Εβραίων προγόνων του Σιμόν.

Ολα αυτά και ακόμη περισσότερα σε ένα συνονθύλευμα που αν δεν έμοιαζε εντελώς αδιάφορο θα κατέρρεε έτσι κι αλλιώς από την επιπολαιότητα με την οποία είναι γραμμένο, γυρισμένο και κυρίως σερβιρισμένο: ως μια ταινία που θέλει να ασχοληθεί με ένα καίριο ζήτημα, υποβιβάζοντάς το σε ένα θρίλερ της σειράς με «ανοιχτό» τελικό μήνυμα.