Ο Σερζ Τανέρ ήταν ηθοποιός, αναγνωρισμένος, βραβευμένος, διάσημος. Μέχρι που η σχέση του με το θέαμα και τα παρελκόμενά του κορέστηκε, ο Σερζ κουράστηκε από την ψευτιά, τη διπροσωπεία και τις απαιτήσεις του χώρου του κι αποτραβήχτηκε από τα εγκόσμια, για να ζήσει ως ερημίτης σ’ ένα υπό κατάρρευση πανέμορφο σπίτι στις γαλλικές ακτές του Ατλαντικού. Εκεί θα τον βρει, τρία χρόνια αργότερα, ο τηλεοπτικός ηθοποιός Γκοτιέ Βαλάνς και θα του προτείνει να επιστρέψει στο σανίδι, με τον «Μισάνθρωπο» του Μολιέρου. Ο Σερζ θα κάνει μια συμφωνία με τον Γκοτιέ: θα κάνουν, μαζί, πρόβες για πέντε μέρες κι αν αισθανθεί ότι μπορεί ν’ αντεπεξέρθει, θα πει το ναι.

Ο σκηνοθέτης των «Γυναικών του Τελευταίου Ορόφου» παρουσιάζει μια ταινία βαθειά γαλλική, με την έννοια ότι αφενός δοκιμάζει μια σύγχρονη προσαρμογή του ίδιου του «Μισανθρώπου» του Μολιέρου, παραλληλίζοντας τους δύο ήρωές του με εκείνους του θεατρικού έργου σ’ ένα παιχνίδι λογιοσύνης και, αφετέρου, αντιπαραθέτει τη σύγχρονη κουλτούρα με εκείνη του παρελθόντος, στρεφόμενος ξεκάθαρα, διδακτικά σχεδόν, υπέρ οτιδήποτε παλιού. Η πρόθεση της ταινίας είναι σαφώς ελιτίστικη (ο Γκοτιέ υπονομεύεται διαρκώς αλλά ο Σερζ αντιμετωπίζεται ως το τέλος της ταινίας με δέος), αλλά ταυτόχρονα με μια περιπαιχτική διάθεση: ο Λε Γκε θέλει να κάνει μια κωμωδία, στην παράδοση του Ζακ Τατί, όχι μια σοβαρή δήλωση πολιτισμού, παρότι μια σοβαροφάνεια διατρέχει ολόκληρη την ταινία.

Ο Λαμπέρ Γουιλσόν είναι γοητευτικός αλλά πλησιάζει περισσότερο στην καρικατούρα, ο Λουκινί δίνει μια, κατά δύναμη, πολυδιάστατη ερμηνεία, η μεταξύ τους χημεία είναι λειτουργική και αποτελεσματική, αλλά πρωταγωνιστής της ταινίας, με γοητευτικές μεταπτώσεις και μεταβαλλόμενες ατμόσφαιρες δεν είναι τελικά ούτε οι δυο άντρες, ούτε ο Μολιέρος, αλλά το πανέμορφο «σκηνικό» της βορειοδυτικής Γαλλίας. Παρότι στη διάρκεια της ταινίας λάμπουν στιγμές χιούμορ ή οξυδερκούς παρατήρησης, η επίφαση μιας μελαγχολίας κι η πεισματική απόρριψη οτιδήποτε νέου θαμπώνουν τη ζωντάνια της κωμωδίας και αφήνουν το θεατή οπωσδήποτε πιο καλλιεργημένο, αλλά όχι απαραίτητα πιο ψυχαγωγημένο.