Μαζί με το «Kind Hearts and Coronets» (ελληνικός τίτλος: «Ο 13ος Κληρονόμος») του Ντέιβιντ Χέιμερ από το 1949 και το «The Ladykillers» (ελληνικός τίτλος: «Η Συμμορία των 5») του Αλεξάντερ Μακέντρικ από το 1955, το ενδιάμεσο «Lavender Hill Mob» ολοκληρώνει μια άτυπη τριλογία των θρυλικών Ealing Studios με κοινά χαρακτηριστικά το είδος της αστυνομικής κωμωδίας, την σαρωτική πρωταγωνιστική παρουσία του Αλεκ Γκίνες και ένα κοινωνικό σχόλιο που με την κομψότητα που διακρίνει και τις τρεις ταινίες καταφέρνει να αποφύγει την προφανή του σημασία και να αποτελέσει οργανικό κομμάτι της κάθε ιστορίας - και στις τρεις στη μορφή ενός λεπτοδουλεμένου, νευρικά «ζωντανού» και εύστοχου σεναρίου.

Αυτά είναι και τα χαρακτηριστικά της ταινίας του Τσαρλς Κράιτον (37 χρόνια μετά από το «Lavender Hill Mob» θα έφτανε υποψήφιος για Οσκαρ Σκηνοθεσίας για το «Ενα Ψάρι που το Ελεγαν Γουάντα» σε ένα συγκινητικό θρίαμβο του «it ain’t over till it’s over») που γυρισμένη το 1951 αφηγείται την ιστορία ενός ανθρώπου της διπλανής πόρτας, υπαλλήλου υπεράνω πάσης υποψίας σε μια τράπεζα, ο οποίος θα σκεφτεί, θα οργανώσει και μαζί με μια ομάδα (τη συμμορία του τίτλου) θα εκτελέσει το τέλειο σχέδιο ληστείας ράβδων χρυσού και εξαγωγής τους από την Αγγλία.

Γραμμένο από έναν πρώην αστυνομικό, τον Τόμας Ερνεστ Μπένετ Κλαρκ, το δίκαια βραβευμένο με Οσκαρ σενάριο του «Lavender Hill Mob» παίζει με τους κανόνες ενός heist movie ανατρέποντας με διακριτικότητα τα δεδομένα του, είτε αυτό έχει να κάνει με τον ευφάνταστο τρόπο με τον οποίο «σχηματίζεται» η συμμορία, είτε με τις απρόβλεπτα μοντέρνες γηραιές κυρίες που θα επανέλθουν δριμύτερες ως μοτίβο στο «The Ladykillers», είτε με την αθρόα απαγγελία στίχων του Σαίξπηρ ως διακριτικό σχολιασμό στα περί φιλαργυρίας, πεπρωμένου και λοιπών… τραγελαφικών, είτε με τον τρόπο που κορυφώνεται η δράση σε δύο τουλάχιστον σκηνές ανθολογίας (τη χιτσκοκική στον Πύργο του Αϊφελ και την screwball της καταδίωξης με το περιπολικό), είτε ακόμη με την πλήρως απενοχοποιημένη θέση που παίρνει - συμπεριλαμβανομένου του twist της αρχής και του φινάλε - υπέρ των παρανόμων.

Η σημαντικότερη του «ανατροπή» - ας μην ξεχάσουμε ποτέ το περιβάλλον μέσα στο οποίο γεννήθηκαν οι μεγαλύτερες κωμωδίες του σινεμά - είναι φυσικά το φόντο της ιστορίας του: ένα Λονδίνο που σε κάθε τοίχο των δρόμων του μπορείς να διακρίνεις τα χαλάσματα από τις βόμβες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και φυσικές τοποθεσίες που αναδεικνύουν τον ανθρωπολογικό χάρτη μιας χώρας που αναζητούσε ακριβώς στην αλλαγή της δεκαετίας τη δική της χρυσή ευκαιρία για να αλλάξει την τύχη της. Αντίστιξη και ειρωνία στην «τουριστική» κομπίνα με τα φτηνά σουβενίρ που βρίσκεται στο κέντρο της ιστορίας και καταλήγουν το ιερό δισκοπότηρο μέσα από το οποίο γεννιέται η πραγματική κωμωδία.

Οχι η καλύτερη από τις δύο άλλες ταινίες της άτυπης παραπάνω τριλογίας, ούτε η πιο αστεία, η «Συμμορία των Εντιμότατων» διατηρεί, ωστόσο, ακέραιο το timing της μυθολογίας μέσα στην οποια γεννήθηκε, διαθέτει μια ερμηνεία απαιτήσεων από τον πάντα απολαυστικό (εδώ και αφοπλιστικά μελαγχολικό) υποψήφιο για Οσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου Αλεκ Γκίνες και φέρει τόσο οργανικά και αβίαστα μια ξεχασμένη ευγένεια στη γραφή και στη σκηνοθεσία που όσο κι αν προδίδει τα χρόνια της, δεν παύει να αποτελεί έναν άριστο οδηγό για το πώς φτιάχνεις μια κωμωδία που θα ήθελες να μείνει κλασική.