Το όχημα για την «επιστροφή» τής Πάμελα Αντερσον στο σινεμά (όχι ότι έλειψε ποτέ, όσο υπάρχει το «Barb Wire»), είναι ακριβώς αυτό, ένα όχημα: μια μετριότατη ταινία που μένει όμως αξέχαστη, όχι για την ερμηνεία, αλλά για την αύρα τής πρωταγωνίστριάς της κι ένα σωρό από μελαγχολικές και ταυτόχρονα αισιόδοξες σκέψεις για τη ζωή, το χρόνο που περνά, τις ηρωικές (μας) προσπάθειες να επιβιώνουμε και να σφιχταγγαλιάζουμε τα όνειρά μας καθώς φεύγουν.

Η Σέλι είναι showgirl στο Βέγκας, ετών 32, ή 40, ή, μάλλον 57, όπως θα ομολογήσει βιαστικά, για να μην καταγραφεί, σε μια οντισιόν. Δουλεύει εδώ και τρεις δεκαετίες στο αλά Folies Bergère σόου Le Razzle Dazzle, ήταν η σταρ του, το κορίτσι της μαρκίζας, αλλά τώρα λόγω ηλικίας έχει περάσει στην πίσω σειρά των χορευτριών που είναι όλες πολύ πιο νέες και την αντιμετωπίζουν ως μαμά τους. Η Σέλι, ωστόσο, έχει μια «πραγματική» κόρη, τη Χάνα, παρότι θυσίασε τη σχέση τους για την καριέρα της και μια στενή φίλη, την Ανέτ (η Τζέιμι Λι Κέρτις είναι συγκλονιστική φέρνοντας στον εκρηκτικό ρόλο της όλη την απελευθερωτική κοσμοθεωρία της), μεσήλικα κι εκείνη, που δουλεύει σερβιτόρα στο καζίνο για να τα κοπανάει, αργότερα, σπίτι. Οταν ο Εντι (και όμως, ο Ντέιβ Μπαουτίστα συγκινεί στο ρόλο), ο παραγωγός του σόου, ανακοινώσει στα κορίτσια ότι το Le Razzle Dazzle κατεβαίνει, πια, για πάντα, μια και το παλιομοδίτικο ύφος του δεν τραβάει κόσμο, η Σέλι έρχεται αντιμέτωπη με τις επιλογές της και το τίμημά τους.

Η ιδέα της ταινίας ακούγεται και ωραία και γνώριμη, ειδικά ντυμένη με τα λαμπιρίζοντα κοστούμια του Βέγκας, τον ζεστό ήλιο που φωτίζει κατεστραμμένες ζωές στη φωτογραφία της Οτομν Ντάραλντ Αρκαπαου που τόσο θυμίζει το «Florida Project» του Σον Μπέικερ, τα τραγούδια μιας άλλης εποχής που διεκδικούν θέση στο σήμερα, την ομορφιά και τη θαμπάδα της, τα φώτα του καθρέφτη του μπουντουάρ που ξελογιάζουν, τα ξημερώματα σε μια πόλη που ζει βράδυ, όταν όλα μοιάζουν διαφορετικά στο φως της μέρας, ακόμα και τα πιο εξωτικά πουλιά.

Υπέροχα όλα αυτά, αλλά στηριγμένα σ' ένα σενάριο που αν το πιάσεις με τη λογική, διαλύεται στο χέρι σου. Αδούλευτες ηρωίδες, επιδερμικές, που δεν έχουν παρελθόν ή κάποιον αφηγηματικό κορμό, που έρχονται και φεύγουν ή καταρρέουν χωρίς λόγο, με σπασμωδικά σκαμπανεβάσματα ύφους και δραματικές σκηνές που δεν έχουν προέλθει από πουθενά αλλού, παρά μόνο από το κλισέ της συλλογικής μας κινηματογραφικής μνήμης που συμπληρώνει αυτόματα τα κενά.

Ούτε και η Πάμελα Αντερσον δίνει στ' αλήθεια μια καλή ερμηνεία - γιατί ποτέ δεν έδωσε. Ηταν και είναι, πάντα, τόσο πιο ενδιαφέρουσα για όσα κάνει εκτός οθόνης, παρά εντός της. Κι έτσι, ως σύμβολο, είναι που γεμίζει συναίσθημα μια ταινία που το εκβιάζει αλλά δεν το μοιράζει απλόχερα. Χρειάζεται μια Πάμελα Αντερσον, η γυναίκα που έκανε όλες τις ανατροπές, που μεγαλώνει με τρόπο μαγικό, που μέσα από τις εμπειρίες και τις προδοσίες έχει βρει τον ωραίο εαυτό της, για να δώσει υπόσταση σ' ένα showgirl που νιώθει ότι η εποχή το ξεπερνά. Εκείνη, η Πάμελα Αντερσον κι όχι η ηθοποιός που υποδύεται την Σέλι, γίνεται σπαρακτική και, εναλλάξ, θριαμβεύτρια, μεταφέροντας την αίσθηση των χαμένων ευκαιριών, του αμειλικτου χρόνου και όλων εκείνων των ψεμμάτων που λέμε στον εαυτό μας και που κάποια στιγμή, αναπόφευκτα, αποκαλύπτονται και μας κοιτούν στα μάτια.

Δεν είναι, λοιπόν, ούτε η σκηνοθεσία, ούτε το σενάριο, ούτε ακριβώς η ερμηνεία της Πάμελα Αντερσον που αξίζουν εύσημα. Είναι, περισσότερο, η ίδια η Πάμελα Αντερσον στα, όντως, υπέροχα 57 της, αγκαζέ με την Τζέιμι Λι Κέρτις στα, όντως, 66 της, που με την ύπαρξη, την υπερηφάνεια και το χιούμορ τους μεταδίδουν κάτι πολύ γενναίο και πολύ καθησυχαστικό. Κι είναι κρίμα που η Τζία Κόπολα δεν μπόρεσε αυτό να το αξιοποιήσει - αλλά δεν πειράζει, θα μεγαλώσει και θα μάθει.