Ο Αλι Ούνγκαρ, ένας λιγομίλητος 80χρονος Σλοβάκος μεταφραστής και διερμηνέας, ανακαλύπτει σ' ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο με τις αναμνήσεις πρώην αξιωματικού των SS τον υπεύθυνο για τη δολοφονία των Εβραίων γονιών του. Ταξιδεύει στη Βιένη με ένα όπλο στο χαρτοφύλακά του και με την ανάγκη για εκδίκηση σφηνωμένη στο μυαλό του. Μόνο που την πόρτα του μεγαλοαστικού διαμερίσματος ανοίγει ο Γκέοργκ, ο 70χρονος γιος του αξιωματικού, ο οποίος τον πληροφορεί ότι ο πατέρας του έχει πεθάνει. Οταν ο Αλι αναφέρεται στο ναζιστικό παρελθόν του πατέρα, ο κακότροπος Γκέοργκ τον απαξιώνει και τον διώχνει. Λίγες μέρες μετά όμως, ταξιδεύει στην Μπρατισλάβα, βρίσκει τον Αλι και του προτείνει δουλειά: να τον συνοδεύσει ως μεταφραστής σ' ένα ταξίδι δρόμου στην πρώην Τσεχοσλοβακία, όπου θα επισκεφθούν τα μέρη που ο πατέρας του ανέφερε στο βιβλίο και στα γράμματά του. Η αλήθεια ίσως βοηθήσει εκείνον να θάψει για πάντα το παρελθόν, και τον Αλι να συμφιλιωθεί με αυτό.

Στο πρώτο μισό της ταινίας, ο Σλοβάκος σκηνοθέτης Μάρτιν Σούλικ («Gypsy») δανείζεται τη φόρμα της «buddy comedy» για να μας πείσει να μπούμε κι εμείς στο πίσω κάθισμα του κινηματογραφικού του οχήματος: αυτό το road trip στις ναζιστικές πληγές της Ευρώπης θα ήταν κατάμαυρο, βαρύ κι αβάσταχτο, αν ο σκηνοθέτης δεν χρησιμοποιούσε τις τεχνικές της δραμεντί και δυο γοητευτικούς γέροντες (ερμηνευμένους από τον χαμηλών τόνων σκηνοθέτη και ηθοποιό Γίρι Μένζελ και τον larger-than-life Πίτερ Σιμόνιτσεκ του «Τόνι Ερντμαν») για να μας παρασύρει σε σκοτεινότερες διαδρομές κι ανατροπές. Οσο ο Γκέοργκ γκομενίζει και φέρνει τον Αλι σε δύσκολη θέση, τόσο ο Σούλικ συνθέτει ύπουλα και υπόγεια το πορτρέτο μίας ηπείρου που δεν αντιμετώπισε ποτέ κατάματα το παρελθόν της. Κι αυτό επέστρεψε για να εκδικηθεί.

Αλλωστε κάθε φορά που οι δυο ήρωες μπαίνουν στο αυτοκίνητο, κόβονται τα γέλια. Ενα (φλύαρο η αλήθεια είναι) μελαγχολικό τσέλο ντύνει τα χειμωνιάτικα τοπία, ομίχλη σκεπάζει τον ορίζοντα, φιδίσιοι δρόμοι μάς οδηγούν σε ξεχασμένες ενδοχώρες. Ο Σούλικ κινηματογραφεί με θλίψη, παρά την αρχική επίφαση κωμωδίας. Μία θλίψη που εντείνεται κάθε φορά που κάποιος επιζώντας θα αφηγηθεί τη δική του πολεμική ανάμνηση φρίκης. Μία θλίψη που διατυπώνει αδιαπραγμάτευτα τη συλλογική, αλλά και την ατομική μας ευθύνη (κι επίσης θέτει ερωτήματα: κληρονομείται η ευθύνη από γονιό σε παιδί;).

Αναμφίβολα λοιπόν, οι προθέσεις της ταινίας είναι αξιόλογες και η πολιτική της σημασία επίκαιρη κι απαραίτητη. Η εκτέλεση όμως δεν έχει στ' αλήθεια τίποτα καινούργιο να προτείνει. Το κλισέ των αταίριαστων «grumpy old men» συνεπιβατών συνοδεύεται από εξίσου «παλιό», «γλυκόπικρο» χιούμορ, ενώ οι αποκαλυπτικές αφηγήσεις για τα απάνθρωπα ναζιστικά εγκλήματα μοιάζουν να αλλάζουν απότομα τον τόνο σε κάτι υπογραμμισμένα διδακτικό.

Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον κρύβεται στην επιστροφή των δύο ηρώων στα σπίτια τους. Και στην ανατροπή που παραμονεύει. Ακόμα και συμβολικά, αυτό το κομμάτι μάς αφορά περισσότερο: κατά πόσο τώρα, σήμερα, οφείλουμε να πάρουμε θέση απέναντι στην Ιστορία και το ίδιο να απαιτήσουμε κι από τους γύρω μας.