Η ταινία «Μπερλινγκουέρ: Η Μεγάλη Ελπίδα» του Αντρέα Σέγκρε προσπαθεί να ξαναφέρει στο προσκήνιο μια μορφή που σημάδεψε την ιταλική πολιτική σκηνή της δεκαετίας του ’70. Ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ ήταν ο άνθρωπος που έδωσε στον ιταλικό κομμουνισμό το πρόσωπο της ηθικής, της αξιοπρέπειας και μιας διαφορετικής ευρωπαϊκής προοπτικής. Ο Σέγκρε, όμως, τον αντιμετωπίζει σχεδόν με δέος, και αυτή η στάση τελικά εγκλωβίζει την ταινία σε έναν τόνο υπερβολικά σεμνό, που περισσότερο σεβασμό αποπνέει παρά πάθος.
Ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, Γενικός Γραμματέας του πιο ισχυρού Κομμουνιστικού Κόμματος στον δυτικό κόσμο, αμφισβήτησε τις διεθνείς ισορροπίες επιδιώκοντας να φέρει τους κομμουνιστές στην εξουσία στην Ιταλία και να πετύχει τον σοσιαλισμό σε μία δημοκρατική χώρα. Από το 1973, όταν γλίτωσε από επίθεση των βουλγαρικών μυστικών υπηρεσιών, έως τη δολοφονία του βασικού του συμμάχου, Αλντο Μόρο, το 1978, χωρίς να παραλείπονται τα ταξίδια του στη Μόσχα και τα εξώφυλλα του Time, η ταινία αφηγείται την ιστορία ενός ανθρώπου που θέλησε να αλλάξει τον κόσμο, αλλά απέτυχε.
Η σκηνοθεσία είναι πειθαρχημένη, με καθαρές, λιτές εικόνες, καθώς ο Σέγκρε καταγράφει με ακρίβεια, αποφεύγοντας τις έντονες συναισθηματικές κορυφώσεις. Στις καλές στιγμές του αυτό λειτουργεί μιας και βλέπεις τον Μπερλινγκουέρ μέσα από τη σιωπή και την αυστηρή του παρουσία, σχεδόν σαν ένα ηθικό σύμβολο. Στις αδύναμες στιγμές, όμως, η ταινία θυμίζει πολιτικό ντοκιμαντέρ σε τηλεοπτικό κανάλι και όχι σινεμά που χτυπάει στο στομάχι.
Από την άλλη το σενάριο εστιάζει σε μια δραματική πενταετία: από την απόπειρα δολοφονίας στη Σόφια, μέχρι την τραγωδία του Αλντο Μόρο και τον «ιστορικό συμβιβασμό» με τη Χριστιανοδημοκρατίικό Κόμμα. Εξηγεί με σαφήνεια τα γεγονότα, αλλά δύσκολα ξεπερνάει τη διδακτική γραμμή. Για όσους δεν γνωρίζουν την περίοδο, λειτουργεί σαν μια καλή εισαγωγή, αλλά για όσους έχουν ήδη εικόνα από τα «Μολυβένια Χρόνια», όπως χαρακτηρίζεται η περίοδος αυτή, μοιάζει περισσότερο σαν τα μικρά γράμματα μιας σύνοψης παρά ως ζωντανή κινηματογραφική αφήγηση, καθώς λείπει η εσωτερική ένταση, η διαμάχη και η πολιτική θερμοκρασία μιας Ιταλίας που κόχλαζε μέσα σε ένα καζάνι.
Αν κάτι σώζει την ταινία από την ακαδημαϊκή ψυχρότητα, είναι οι ερμηνείες. Ο Ελιο Τζερμάνο φτιάχνει έναν Μπερλινγκουέρ που σε πείθει ακριβώς επειδή δεν φωνάζει. Οι σιωπές του, το βλέμμα του, η πειθαρχημένη του κίνηση κουβαλούν την εσωτερική μοναξιά ενός ανθρώπου που πάλευε για κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό του. Στο πλάι του, οι Πάολο Πιερομπόν και Ρομπέρτο Τσίτραν λειτουργούν σαν ζωντανές υπενθυμίσεις του πολιτικού παιχνιδιού, δίνοντας στην ταινία την απαραίτητη αντίστιξη.
Το «Μπερλινγκουέρ: Η Μεγάλη Ελπίδα» είναι μια ταινία που σέβεσαι για το υλικό της, για το ιστορικό βάρος και για την ερμηνεία του Τζερμάνο. Αλλά σαν κινηματογραφική εμπειρία, μας αφήσε ανικανοποίητους. Δεν είναι το έργο που θα σε κάνει να νιώσεις τον παλμό μιας εποχής γεμάτης αίμα, φόβο και ελπίδα. Είναι μια κομψή, καλοφτιαγμένη καταγραφή – τίμια, αλλά όχι συγκλονιστική.