Μια ομάδα παιδιών εγκαταλείπει το εμπόλεμο Σουδάν και, αντιστεκόμενη στη βία, τη φρίκη και τις κακουχίες, φτάνει σ’ ένα στρατόπεδο προσφύγων στην Κένυα κι από εκεί στη Γη της Επαγγελίας, την Αμερική που αναδεικνύεται στο όνειρο που ήλπιζαν. Σύμμαχός τους στο νέο τους σπίτι θα είναι μια ταξιδιωτική πράκτορας που, γιατί όχι, ανακαλύπτει ότι στον υπόλοιπο κόσμο υπάρχει πόλεμος και δυστυχία και θα βοηθήσει τους πρόσφυγες να προσαρμοστούν αλλά και ν’ αναζητήσουν τον αδελφό που έχουν αφήσει πίσω.
Ο Φιλίπ Φαλαρντό, ο σκηνοθέτης του «Εξαιρετικού Κυρίου Λαζάρ» παρουσιάζει μια ταινία καταγγελίας, γραμμένη με τέτοια αφέλεια που ακόμα κι η Διεθνής Αμνηστία θα δυσκολευόταν να την υποστηρίξει. Το πρώτο μέρος του φιλμ, όπου τα «χαμένα παιδιά του Σουδάν», έχοντας χάσει στους βομβαρδισμούς του εμφυλίου οικογένεια και σπίτι, διασχίζουν με τα πόδια δυο χώρες, αντιμετωπίζοντας με θάρρος, επιμονή κι ομαδικότητα τους κινδύνους, για να φτάσουν στην προστασία της Κένυας, είναι μεν στερεοτυπικό, αλλά κερδίζει σε ατμόσφαιρα και πειστικότητα από την ανοιχτή, ηλιοκαμένη φωτογραφία των τοπίων και μια, αναπόφευκτη, δόση συγκίνησης μπροστά σε τέτοια απώλεια και αγώνα.
Από τη στιγμή, ωστόσο, που τα τρία αγόρια θα φτάσουν στην Αμερική, στο Κάνσας και θα προσπαθήσουν να προσαρμοστούν στη δυτικότροπη ζωή, το φιλμ αλλάζει ύφος και, κρατώντας τα ίδια στερεότυπα, μετατρέπεται σε μια ελαφριά κοινωνική κωμωδία, με τους Σουδανούς πρόσφυγες να κοιτάζουν την εξέλιξη της τεχνολογίας αλλά και των ηθικών αρχών όπως η Ντόροθι τη Σμαραγδένια πολιτεία. Οταν στο σπίτι όπου εγκαθίστανται χτυπά το τηλέφωνο, πιστεύουν ότι είναι κάποιος συναγερμός. Στο σούπερ μάρκετ κάνουν πάρτι, οι καραμέλες τους τραβούν εθιστικά και τα γυναικεία ντεκολτέ χρειάζονται αντιμετώπιση από το μάγο της φυλής, θα έλεγε κανείς.
Χείρα βοηθείας θα προσφέρει η Κάρι της Ρις Γουίδερσπουν, η ταξιδιωτική πράκτορας που κανόνισε το ταξίδι τους, ελαφρών ηθών ακατάστατη μικροαστή που, για πρώτη φορά στα τριαντατόσα της ακούει ότι στον υπόλοιπο κόσμο συμβαίνουν έκτροπα, συγκινείται και κάνει ό,τι μπορεί για να τους βοηθήσει. Και, πραγματικά, τους βοηθάει τόσο εύκολα: τους βρίσκει αμέσως δουλειές, παρότι ο ένας είναι αχαΐρευτος, τούς γνωρίζει στους φίλους και συναδέλφους, προσπερνά την αμερικανική μεταναστευτική γραφειοκρατία που, ως γνωστόν, είναι μάλλον αυστηρή κι όλα αυτά, με μια ερμηνεία που φέρνει κοντά τον σέξι ακτιβισμό μιας Εριν Μπρόκοβιτς με τη χοροπηδηχτή αισιοδοξία της Ελ Γουντς του «Legally Blonde», σε καστανό αυτή τη φορά.
Απέναντί της, οι Αρνολντ Οτσένγκ, Γκερ Ντουάνι και Εμάνιουελ Τζαλ, δοκιμασμένοι ηθοποιοί οι δυο πρώτοι, γνωστός μουσικός ο τρίτος, ανταπαντούν με μεγαλύτερη αυθεντικότητα, αλλά και πάλι έναν αδικαιολόγητο ερασιτεχνισμό που αν πραγματικά αναζητούσε ο Φαλαρντό, θα μπορούσε τουλάχιστον να έχει χρησιμοποιήσει πραγματικούς πρόσφυγες, προσφέροντάς τους και δουλειά. Το «γενναίο ψέμα» του τίτλου είναι εκείνο που λέμε όταν οι προθέσεις μας το δικαιολογούν, για έναν καλό απώτερο σκοπό. Με τον ίδιο τρόπο, ο Φαλαρντό κάνει μια ολότελα ψεύτικη ταινία, με καλές προθέσεις, που όμως καθόλου δεν ανταποκρίνεται στο προηγούμενο βήμα της καριέρας του.