Δράση, αυτοκίνητα, μύες ασύλληπτου εύρους, τα καλά παιδιά που βρίσκονται εκτός νόμου, μια ομάδα που όλα τα μπορεί κι είναι και οικογένεια. Οικογένεια. Αυτή η λέξη και οι διαφορετικές σημασίες της, βρίσκεται στο επίκεντρο του όγδοου «επεισοδίου» του franchise των «Fast & Furious», ένα σκαλοπάτι μετά τη διάλυση της πραγματικής του οικογένειας, της απώλειας του Πολ Γουόκερ και της «απόσυρσης» του ήρωά του, του Μπράιαν, από τη δράση. Και τα καταφέρνει μια χαρά, αν κανείς σκεφτεί ότι είναι η όγδοη ταινία μέσα σε 16 χρόνια και δεν έχει χάσει τη γυαλάδα της, ή ότι είναι η πρώτη της τελευταίας τριλογίας ταινιών της σειράς, ή ότι εξακολουθεί να βάζει, τόσα χρόνια μετά, κάτι τύπους να τρέχουν τέρμα γκάζι και να ξυπνά ένταση, συγκίνηση και κέφι.

Διαβάστε ακόμη: Και Fast και Furious και Awesome!

Η ταινία ξεκινά στην Αβάνα - το «FF8» είναι η μία από τις πρώτες αμερικανικές ταινίες που γυρίστηκαν στην Κούβα με την επανέναρξη των διπλωματικών σχέσεων των δυο χωρών - όπου ο Ντομ και η Λέτι περνούν τον μήνα του μέλιτος κάνοντας, τι άλλο, κόντρες. Εκεί, όμως, το όνειρο θα κοπεί απότομα, όταν η Σάιφερ, μια underground χάκερ με ανθρωπιστική συνείδηση, θα συναντήσει τον Τορέτο και θα τον εκβιάσει, με άγνωστό μας διακύβευμα, να στραφεί εναντίον της ίδιας του της ομάδας. Κι αυτός θα το κάνει.

Η ίδια η πλοκή της ταινίας δεν ενδιαφέρει ιδιαίτερα, η αγωνία δεν ανεβάζει ταχύτητα κι αυτό ίσως οφείλεται και στην παρουσία της Σαρλίζ Θερόν στο ρόλο της ultra-κακιάς, η οποία μπορεί να είναι πάντα μια καλλονή, αλλά δεν βολεύεται με τα ξανθά μποντερέκια στο κεφάλι της και τον αυτοσαρκασμό που θα περίμενε κανείς να δει στο βλέμμα της. Ή ίσως φταίει και το γεγονός ότι, βάζοντας τον Τορέτο να μάχεται από την αντίπαλη πλευρά, η ταινία χάνει την ευκαιρία να ξεδιπλώσει συγκίνηση και συναισθηματισμό, χαρακτηριστικά που πάντα λειτουργούσαν ως αντίβαρο του λάστιχου που καίγεται στην άσφαλτο.

Με τον ίδιο τρόπο και το χιούμορ είναι κατεβασμένο: οι κωμικότερες στιγμές ανήκουν, εδώ, στον Ντουέιν Τζόνσον που, στην πραγματικότητα, σηκώνει ολόκληρη την ταινία στα πελώρια μπράτσα του που εξασκεί μ' ένα τσιμεντένιο παγκάκι για βάρος, στον Σκοτ Ιστγουντ που αποδεικνύεται χαριτωμένος σε κόντρα ρόλο ως αδέξιος ψάρακλας πράκτορας αλλά, κυρίως, στη βρετανική εισβολή, όχι μόνο του Τζέισον Στέιθαμ που μοιάζει ν' απολαμβάνει όσο τίποτα τη φάση, αλλά και, κυρίως, της Ελεν Μίρεν σ' ένα ρόλο που καμία άλλη (πολυβραβευμένη, αναγνωρισμένη, παντοδύναμη), ηθοποιός δεν θα μπορούσε να υποδυθεί τόσο σκαμπρόζικα.

Εκείνο που αληθινά λειτουργεί, όμως, σ' αυτό το τρόπον τινά restart του franchise είναι η δράση: εκεί το ντεπόζιτο της έμπνευσης δεν έχει αδειάσει στο ελάχιστο. Από τις δεκάδες αυτοκινήτων που κάνουν ελεύθερη πτώση, κατακόρυφα, από τα παράθυρα πολυόροφου κτιρίου, ως τα αδιάκοπα κυνηγητά και το μεγαλεπήβολο φινάλε πάνω στον πάγο της ρωσική στέπας, όπου τα αυτοκίνητα και τα τανκς της team Toretto έχουν ν' αναμετρηθούν μ' ένα υποβρύχιο που κόβει, σαν πτερύγιο καρχαρία, τη στεριά κι όπου ο The Rock ανατρέπει με το δαχτυλάκι την πορεία ενός όλμου γιατί ναι, εκείνος μπορεί.

Παρόλ' αυτά, η καλύτερη σκηνή δράσης του «FF8» και η πιο αληθινή στην ψυχή της κινηματογραφικής σειράς, είναι η πρώτη της ταινίας. Οταν ο Ντομ παίρνει μέρος σε μια άνιση αναμέτρηση, μ' ένα σαράβαλο, απογυμνωμένο από όλες του τις λαμαρίνες, οπλισμένο με μια φιάλη υγρού ανάφλεξης, ή κάτι τέτοιο, μια σακαράκα που μετατρέπεται σε πύραυλο και που ο Τορέτο καταλήγει να την οδηγεί προς τη νίκη φλεγόμενη, με την όπισθεν για επιπλέον δύναμη. Γιατί αυτή η σκηνή, ακριβώς, αντιπροσωπεύει ιδανικά αυτό που είναι η ταινία: χειροποίητη, έξυπνη, φιλότιμη κι επίμονη, ένα υπέροχο b-movie, όσο κι αν μετά φοράει τα καλά του.