Κάποιοι ίσως πουν πως χωρίς τα «The Equalizer» δεν θα είχαμε ποτέ ταινίες σαν τα «John Wick». Μπορεί αυτό να ακούγεται ως υπερβολή, αλλά κρύβει μια ισχυρή δόση αλήθειας.

Βλέπετε, η σειρά ταινιών «The Equalizer» του Αντουάν Φουκουά, βασισμένη στην ομότιτλη τηλεοπτική σειρά από τα '80s, είναι οι μόνες ταινίες στις οποίες ο πρωταγωνιστής της, Ντένζελ Γουάσινγκτον, πίστεψε από την αρχή τόσο, για να πρωταγωνιστήσει (για μοναδική φορά στην καριέρα του) όχι σε μια αλλά σε δυο, πλέον, συνέχειες. Κι αυτό γιατί πέρα από τα αμέτρητα κλισέ, την υπερβολή στο σενάριο και τη σχεδόν ανύπαρκτη πλοκή τους, έχουν ένα ιδιαίτερο χάρισμα στο να διασκεδάζουν με την άπλετη και χορταστική και, ενίοτε, χαοτική τους δράση.

Ναι, το «John Wick» μπορεί να κλέβει αρκετές αναφορές (και) από τις ταινίες του Φουκουά, αλλά η τρίτη ταινία, η οποία φέρνει τον Γουάσινγκτον για μια τελευταία (;) φορά αντιμέτωπο με την ιταλική Μαφία, προσπαθεί να κερδίσει λίγο από τα φώτα της επιτυχίας των ταινιών με τον Κιάνου Ριβς, χωρίς όμως να αξιοποιεί το δάνειο αυτό σε κάτι το πραγματικά λειτουργικό.

Ο Ρόμπερτ ΜακΚολ, μετά την απόσυρσή του ως πληρωμένος κυβερνητικός δολοφόνος, παλεύει σκληρά προκειμένου να συμφιλιωθεί με τα φρικτά εγκλήματα που διέπραξε στο παρελθόν, βρίσκοντας παρηγοριά στο να αποδίδει δικαιοσύνη στο όνομα των αδύναμων σε ανάγκη. Μετακομίζει στη Νότια Ιταλία την οποία και νιώθει απροσδόκητα κοντά του όταν ανακαλύπτει ότι οι νέοι φίλοι του βρίσκονται υπό τον έλεγχο κάποιων τοπικών εγκληματιών. Καθώς τα γεγονότα παίρνουν θανατηφόρα τροπή, ο ΜακΚολ ξέρει πως πρέπει να τα βάλει με τη Μαφία για να προστατέψει τους φίλους του.

Οπως και στις δυο προηγούμενες ταινίες, έτσι κι εδώ ο Φουκουά δεν προσπαθεί να επανεφεύρει το είδος. Η ταινία δεν έχει τίποτα το ιδιαίτερο που να την κάνει να ξεχωρίζει από οποιαδήποτε άλλη ταινία με πρωταγωνιστή έναν στωικό αντι-ήρωα ο οποίος προσπαθεί να ζήσει μια ήρεμη ζωή, μέχρι που οι μπελάδες έρχονται ξανά μπροστά του και τον αναγκάζουν να αρχίσει να δέρνει και να σκοτώνει με τον πιο βίαιο τρόπο. Ο Φουκουά γνωρίζει καλά πως η ταινία του δεν χρειάζεται να είναι έξυπνη για να κερδίσει το κοινό της, αρκεί να προσφέρει τη βία στις σωστές δόσεις, κάτι που, τουλάχιστον, κάνει αποτελεσματικά.

Το αίμα ρέει σε άφθονες ποσότητες και η βία είναι επαρκής (όχι στον υπερβολικό βαθμό του «John Wick»), με κάποιο νεύρο και έναν ιδιαίτερο ρυθμό, κλείνοντας επιδεικτικά το μάτι στις διάφορες pulp αναφορές της. Μόνο που το γεμάτο κλισέ σενάριό της, με την πρόχειρη και απελπιστικά αργή σε ρυθμό πλοκή, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο διακύβευμα, η οποία φτάνει στη λύση με ένα απότομο και ανέμπνευστο τρόπο, γεμάτη με καρικατούρες Ιταλούς μαφιόζους για κακούς και χάρτινους χαρακτήρες για ήρωες, δεν βοηθούν την ταινία να ξεπεράσει τον τύπο της ανεγκέφαλης πλην τίμιας περιπέτειας. Ακόμα και ο Ντένζελ Γουάσινγκτον, ο οποίος ακόμα καταφέρνει να δώσει στον ήρωα μια δόση αλήθειας, κάνοντάς τον ακόμα πιο συμπαθή, φαίνεται κάπως κουρασμένος για να κάνει όλα όσα έκανε στις προηγούμενες ταινίες.

Το «The Equalizer 3» είναι μια από αυτές τις συνέχειες που σε κάνουν να ελπίζεις πως το «τελευταίο κεφάλαιο» του τίτλου θα είναι πραγματικότητα. Οχι μόνο για τον ήρωά του που φαίνεται πως έχει φτάσει στα όριά του, αλλά και για το κοινό που, μάλλον, μετά από αυτή την ταινία, έχει αρχίσει να χάνει για τα καλά το ενδιαφέρον του.