Ο Μαξ Μπάρμπερ (Ρόμπερτ Ντε Νίρο) είναι παραγωγός b-movies στο Χόλιγουντ των '70ς, μαζί με τον καλόβολο ανηψιό του, Γουόλτερ. Ο Μαξ είναι χρεωμένος ως τ' αυτιά στον μαφιόζο Ρέτζι Φοντέιν (Μόργκαν Φρίμαν) και για να διασώσει... τ' αυτιά του, σκαρφίζεται ένα σχέδιο γκαραντί. Θα στήσει μια παραγωγή, ένα γουέστερν, με πρωταγωνιστή τον ηλικιωμένο, παλαίμαχο σταρ Ντιουκ Μοντάνα (Τόμι Λι Τζόουνς). Σ' ένα επικίνδυνο σταντ θα σκοτώσει τον Ντιουκ και θα καρπωθεί τα λεφτά της ασφάλειας. Μόνο που, όπως εξελίσσονται τα πράγματα, η ταινία... πάει για Οσκαρ και ο Μαξ δεν βρίσκει την καρδιά να την καταστρέψει.

Ο Τζορτζ Γκάλο (των επιτυχιών «Midnight Run» και «Bad Boys» των '80ς - '90ς), διασκευάζει την ταινία που υπέγραψε το 1982 ο Χάρι Χέργουιτς, διατηρώντας την αίσθηση του b-movie όχι μόνο στο σενάριο και την αισθητική του φιλμ, αλλά και στην ίδια του τη δημιουργία και, ακόμα-ακόμα, στην ύπαρξη του Γκάλο στο σινεμά.

Η τρυφερή, αξιαγάπητη πλευρά της ταινίας είναι η σινεφιλία της, μια αγνή νοσταλγία για τις πιο απλές και, ταυτόχρονα, πιο σκανταλιάρικες, λιγότερο correct εποχές του σινεμά είδους (η προηγούμενη ταινία του Μαξ Μπάρμπερ έχει ως ηρωίδες μια συμμορία από φονικές καλόγριες). Ο Γκάλο μας αφήνει να χαζέψουμε στα παρασκήνια, να δούμε πώς λειτουργούν τα σκηνικά στα στούντιο, ενώ, ταυτόχρονα, κάνει τις διές του, διστακτικές προσπάθειες συμπερίληψης: την ταινία της ταινίας καταλήγει να σκηνοθετεί μια νεότατη, σέξι ξανθιά σκηνοθέτης που αποδεικνύεται έξτρα-ταλαντούχα, ενώ δεν λείπουν τα σχόλια για την απουσία των Αφροαμερικανών από... τα γουέστερν.

Πέραν αυτού, ο Γκάλο δεν κάνει την παραμικρή προσπάθεια για πιο πνευματώδεις διαλόγους, για πιο έξυπνο χιούμορ. Επενδύει στα ονόματα (πράγματι, τρανταχτά), των ώριμων πρωταγωνιστών του. Ομως εκείνοι μοιάζουν να βαριούνται τους ρόλους τους και, μη έχοντας και κάτι προκλητικό να πουν, αρκούνται σε πολλά «α πα πα πα πα» ο Ντε Νίρο, «α χα χα χα χα» ο Φρίμαν, «μπσδλξχμρ» ο κατηφής Τζόουνς. Κι έτσι μια b-κωμωδία που θα μπορούσε, τουλάχιστον, να εξασφαλίσει μια αίθουσα γεμάτη κόσμο που ξεσκάει με γέλια, σκονίζεται από μια έλειψη προσπάθειας, κάνοντάς μας, τελικά, να ευχόμαστε να βλέπαμε την περιπέτεια με τις φονικές καλόγριες.