Αν μη τι άλλο, η ταινία «Αποστολή στην Ελλάδα», περιπέτεια τρίτης διαλογής πολυεθνικής σύμπραξης γυρισμένη σχεδόν εξολοκλήρου στη Θεσσαλονίκη από τον Φινλανδό Ρένι Χάρλιν, που κάποτε έκανε παιχνίδι με μπουκετίδια τύπου «Πολύ Σκληρός για να Πεθάνει 2» ή «Βαρομετρικό Χαμηλό», πριν φάει τα μούτρα του με το πολυδάπανο και ατυχές «Νησί των Κουρσάρων» στα 1995, είναι… προφητική.
Σε μια σκηνή κορύφωσης στο δεύτερο μισό, η πράκτωρ της CIA Κέιτ Μπάνον (Νίνα Ντόμπρεφ, η βουλγάρικης καταγωγής Καναδή πρωταγωνίστρια των «Vampire Diaries»), μπαίνει στο μετρό αγχωμένη για να συναντήσει σόλο τον «κακό» στη διεύθυνση που τής έχει πει, κι ενώ η φωνή στα ηχεία ανακοινώνει πως επόμενος σταθμός είναι η Πλατεία Αριστοτέλους. Τρεις στάσεις μετά, φθάνει στον σταθμό Σιντριβάνη/Εκθεση, να βγει να κάνει τη δουλειά της. Ποια συμφόρηση και ποιο μποτιλιάρισμα! Τσακ-μπαμ. Αυτά είναι. Δεν πα’ να μας παραμυθιάζουν μια 15ετία τώρα με το μόνιμα ημιτελές έργο. Στο σινεμά είναι όλα πανέτοιμα και λειτουργούν ρολόι. Να το, εδώ, έτσι θα 'ναι. Για να ξέρετε πώς θα κινούνται στη Σαλονίκη τα δισέγγονά σας.
Αλλη προφητική σκηνή: ο Ελληνας Υφυπουργός Εξωτερικών, Κώστας Λεοντάρης (Ακης Σακελλαρίου, η εγχώρια συμβολή στο διεθνές καστ) δίνει ομιλία καταγγελτική της CIA στην Πλατεία Αριστοτέλους… στα αγγλικά. Και ο κόσμος συμμετέχει και αποθεώνει. Που σημαίνει πως στο μέλλον όλες οι δημόσιες αγορεύσεις πολιτικών στη Θεσσαλονίκη (τουλάχιστον) θα είναι ξενόγλωσσες. Και το κοινό θα ζητοκραυγάζει επίσης σε γλώσσα ξένη, ακόμη κι αν δεν καταλαβαίνει τί ακριβώς ακούει ή τι εκστομίζει.
Το σενάριο αχαλίνωτης φαντασίας, που διασκευάστηκε ελεύθερα από βιβλίο του Νόα Μπόιντ και είναι για να γελάνε και οι μπουγάτσες, θέλει αποσυρμένο πράκτορα της CIA και ερασιτέχνη χτίστη (Ααρον Έκχαρτ, λεβεντόγερος στα χνάρια του όψιμου action star Λίαμ Νίσον), να υποχρεώνεται από τον πρώην διευθυντή του να ταξιδέψει Ελλάδα παρέα με άπειρη πρακτόρισσα για να εντοπίσει επίσης παλιό κατάσκοπο που εθεωρείτο νεκρός αλλά δεν είναι, ίσα-ίσα που καθαρίζει τώρα διάφορους με γνώση περί των συνωμοτικών της CIA για να φαίνονται ως εντεταλμένες από την υπηρεσία δολοφονίες.
Ο χτίστης είναι χαλαρός, αυθόρμητος, αγαπά τα κατοικίδια και ακούει τζαζ, η νεαρά είναι μαζεμένη, τυπική, έχει αλλεργία στα σκυλιά και δεν έχει ιδέα από μουσική. Εννοείται πως στην πορεία, ανάμεσα στις βόλτες στα Λαδάδικα και τις δημόσιες εκτελέσεις στην Πλατεία Εμπορίου, κάτι θα μάθουν ο ένας από τον άλλον, πάντως χωρίς να χάνουν χρόνο σε ρομάντζα και γλύκες, κάτι που είναι καλό, γιατί μας αφήνει να απολαύσουμε τον Εκχαρτ να πλακώνει κόσμο στις χωριάτικες αδιαλείπτως και να γλιτώνει με γρατζουνιές και ελαφρύ κούτσεμα από πολύνεκρα τροχαία και ανατινάξεις οικοδομικών τετραγώνων. Ο Χάρλιν είναι ικανός σ’ αυτά, κι ομολογούμε πως μας γαργάλισαν κάποιες θεαματικές σκηνές (στο πλαίσιο πάντα του εν λόγω fantasy) που δείχνουν την αποτελεσματικότητά του δουλεύοντας και με τα στενότερα (ως φαίνεται) μπάτζετ.
Οπως και να έχει, στα χρόνια του ’70 και του ’80 τέτοιες φθηνοπεριπέτειες διαφημίζονταν στις προθήκες των αιθουσών ως υπερκολοσσοί δράσης που όμοιοί τους δεν έχουν απαντηθεί (βλέπε χαρτονάκια της εποχής). Από το ’90 και μετά, περνούσαν κατευθείαν στα ράφια των βίντεο και dvd κλαμπς. Τώρα φιγουράρουν στις πλατφόρμες και ως VOD, ή, εν προκειμένω, αν έχουν γυριστεί στα μέρη μας, in cinemas near you. Κι όποιος τσιμπήσει.