Λος Αντζελες, 1990. Στο βάθος ενός σούπερ μάρκετ που διανυκτερεύει, μία τηλεόραση είναι ανοιχτή στις ειδήσεις, όπου ο πατέρας Τζορτζ Μπους ανακοινώνει ότι «η τρομοκρατία του Ιράκ απέναντι στο Κουβέιτ δε θα περάσει». Σε πρώτο πλάνο, ένας μεσήλικας μακρυμάλλης stoner, φορώντας μπουρνούζι και γυαλιά ηλίου, αγοράζει γάλα για να ετοιμάσει το βραδινό του White Russian. Μπατίρης, πληρώνει τα 0.69 λεπτά με επιταγή κι επιστρέφει σπίτι, όπου τον περιμένει η μεγάλη ανατροπή της ζωής του. Δύο μπράβοι κρύβονται στο σαλόνι του και τον τραμπουκίζουν για τα χρήματα του αφεντικού τους. «Where's the money Lebowski?» Μόνο που, προφανώς, έχουν πάει στον λάθος Λεμπόφσκι - ο στόχος ήταν ο Big Lebowski, ο ηλικιωμένος εκατομμυριούχος συνονόματος, παντρεμένος με μία πιτσιρίκα πορνοστάρ που χρωστά στην πιάτσα 200.000 δολάρια.
Ο μετά-χίπη τύπος, που του χώνουν το κεφάλι στην τουαλέτα όσο τον ανακρίνουν, είναι απλώς ο «Dude» - άνεργος, άφραγκος και ικανοποιημένος να ζει στο καλιφορνέζικο περιθώριο. Μόνες του απολαύσεις: το περιστασιακό τσιγαριλίκι και το μπόουλινγκ. Συμμετέχει σε μία ομάδα που κατεβαίνει στο πρωτάθλημα της γειτονιάς, με τους δυο κολλητούς του - τον Γουόλτερ, έναν καυγατζή πάλαι ποτέ βετεράνο του Βιετνάμ και τον Ντάνι, τον κλασικό τύπο στις παρέες που κανείς δεν ακούει. Λίγο πριν φύγουν από το σπίτι του, οι μπράβοι κατουρούν το χαλί του. Κι αυτό εξαγριώνει τον Γουόλτερ, ο οποίος σε κάθε περίσταση ψάχνει για τη χαμένη δικαιοσύνη, και φυτιλιάζει τον Dude να ζητήσει αποζημίωση από τον Μεγάλο. Αυτό όμως θα τον εμπλέξει σε μία μυστηριώδη περιπέτεια απαγωγής, λύτρων, κομμένων δάχτυλων, εξαπάτησης και θα τον φέρει απέναντι σε κοκκινομάλλες φεμινίστριες, καλλιτέχνες ευρωπαϊκού εικαστικού εξπρεσιονισμού, νονούς της βιομηχανίας φτηνού πορνό, μαθητές Γυμνασίου που κλέβουν χαρτοφύλακες και, πάνω από όλα, ευυπόληπτους «προστάτες» της πόλης του Λος Αντζελες. Κάτι σαν το «Chinatown» αν τρίπαρε με LSD.
Αυτό ακριβώς θέλουν να κάνουν οι αδελφοί Κοέν, τα ανίερα τρομερά παιδιά του indie αμερικανικού σινεμά, αμέσως μετά την οσκαρική επιτυχία του «Fargo». Να κάνουν ένα «μαύρο»: ένα φιλμ νουάρ (με κοφτερό σχόλιο στον διεφθαρμένο νιχιλιστικό κόσμο της εποχής) αλλά ακολουθώντας τη φόρμα μίας (κατά)μαυρης ξεκαρδιστικής κωμωδίας (με τη σήμα κατατεθέν φαρσική γλώσσα τους, ήρωες που φλερτάρουν την καρικατούρα, μπόλικη παράνοια και φευγάτες πιναλιές σουρεαλισμού).
Με λάβαρο τον «Dude», οι Κοέν αντικαθιστούν το σύμβολο του Χάμφρεϊ Μπόγκαρντ των κλασικών Ρέιμοντ Τσάντλερ χολιγουντιανών νουάρ, με ένα φαινομενικά παρασιτικό ρεμάλι που δεν ενδιαφέρεται για τίποτα και θέλει να τον αφήσουν ήσυχο. Οπως ο γοητευτικός Μπόγκι φορούσε ατσαλάκωτη την καπαρντίνα και τη ρεπούμπλικα του, ο ακαταμάχητα χύμα Τζεφ Μπρίτζες τριγυρίζει με μακρύ σώβρακο και ρόμπα. Και οι δύο όμως έχουν κάτι κοινό: είναι μοναχικοί αντιήρωες, που κάπου, κάποτε προδόθηκαν από το σύστημα, και εθελοντικά περιορίστηκαν στο περιθώριό του. Μέχρι που εμπλέκονται σε μια υπόθεση που ζέχνει και μια μοιραία γυναίκα που αρωματίζει φευγαλέα την παραίτηση τους από τη ζωή.
Καθόλου τυχαία ο «Big Lebowski» διαδραματίζεται στην αυγή του Α' Πολέμου του Κόλπου. Και δεν αποτελεί σύμπτωση ότι ο Μεγάλος έχει θυσιάσει τα πόδια του στην Κορέα (κι αυτό το εξαργύρωσε με κοινωνικό στάτους), ενώ ο απόκληρος Γουόλτερ κουβαλά το τραύμα του Βιετνάμ ως στοιχείο ψυχοπάθειας και εμμονικής κωμωδίας. Οταν κάποιος ρωτά τον Dude για το παρελθόν του, εκεί συμπληρώνεται το κολάζ του πολιτικού σχολιασμού: το 1962 είχε συντάξει με τους συμφοιτητές του την Διακύρηξη του Πορτ Χάρον (που ζητούσε μία χώρα με συμμετοχική δημοκρατία) και ήταν ένας από τους 7 του Σιάτλ. Αλλος ένας επαναστάτης που κατάλαβε ότι τίποτα δεν αλλάζει και αποσύρθηκε στον κυνισμό, την κάπνα και το αλκοόλ.
Οχι όμως ένα καπνισμένο στα βαρέλια μπέρμπον. Το ποτό του Dude είναι η καλούα. Γιατί όλα είναι επίτηδες γελοία στο σενάριο των Κοέν, όλα παρουσιάζονται off, όλα παραπατούν ανάμεσα στην παρωδία και την σοβαρότατη ματιά στην παντοδυναμία της αμερικανικής υπερδύναμης. Και μίας κοινωνίας που πάντα έδινε το κλειδί της πόλης σε μαφιόζους απατεώνες και άφηνε όσους προσπάθησαν να αγωνιστούν για το δίκαιο στην γραφικότητα των παραδρόμων της.
Ακόμα και σκηνοθετικά, το στυλ της ταινίας τριπάρει. Με ένα ηλεκτρισμένο σάουντρακ να χορογραφεί την εικόνα, έχουμε από την μία το επαναλαμβανόμενο μοτίβο του μπόουλινγκ, με τον Ρότζερ Ντίκινς να φωτογραφίζει ονειρικά τις μίζερες αίθουσες, χτυπώντας τις κορίνες σε slow motion και βάζοντας την κάμερα παντού - ακόμα και μέσα σε μια μπάλα που γλιστρά στο παρκέ. Από την άλλη, οι παραισθησιογόνες ονειρώξεις του Dude είναι γυρισμένες ως σουρεαλιστικά Οld Ηollywood μιούζικαλ που προσφέρουν έναν κόντρα ρομαντισμό στην πλοκή.
Ομως κακά τα ψέματα. Στο άκουσμα «Τhe Big Lebowski», ακόμα και σήμερα 25 χρόνια μετά την πρεμιέρα του, σκεφτόμαστε μόνο έναν: τον μικρό Λεμπόφσκι - τον τεράστιο Τζεφ Μπρίτζες. Σε μία ακομπλεξάριστη ερμηνεία, τόσο σωματική (ο τρόπος που συνεχώς κάθεται ξάπλα είναι κομμάτι του ρέμπελου χαρακτήρα) όσο και εγκεφαλική (οι φάτσες να συναγωνίζονται τις ατάκες), ο Μπρίτζες έκανε τον Dude έναν από τους εμβληματικότερους κινηματογραφικούς ήρωες. Και σίγουρα έναν από τους πιο αγαπητούς.
Κι αυτή ήταν η μεγάλη νίκη των Κοέν απέναντι στο είδος του φιλμ νουάρ που δεν πιστεύει σε happy end. «Δεν ξέρω για εσάς, αλλά εγώ χαίρομαι που υπάρχει ένας Dude εκεί έξω» μάς λέει χαμογελώντας ο (καθολου τυχαία) καουμπόη αφηγητής. Κι είναι γεγονός. Μπορεί στην υποκρισία του δυτικού πολιτισμού να επιτυγχάνουν οι ισχυροί που μας κλέβουν, όμως η εικόνα ενός αχτένιστου μαλλιά που σκοράρει strike, πάντα θα έχει τη δύναμη να μάς κλέβει τα χαμόγελα. The Dude abides.