Στον τερματικό σιδηροδρομικό σταθμό μιας αδιευκρίνιστης πόλης, μια αινιγματική γυναίκα παριστάνει τη σερβιτόρα στο ντάινερ που εξυπηρετεί τους ταξιδιώτες. Παράλληλες εικόνες τη δείχνουν ως μοιραίο θηλυκό, να κλείνει συμφωνία με έναν αθέατο άντρα για να της παραχωρήσει συμβόλαια θανάτου, με αντάλλαγμα να ξεφορτωθεί η ίδια όλους τους ανταγωνιστές του.

Στο μεταξύ, δύο πληρωμένοι εκτελεστές, ταμπουρωμένοι σε ένα διαμέρισμα, περιμένουν εντολή από το ίδιο άγνωστο αφεντικό για τον επόμενο στόχο τους. Ένας δάσκαλος, που πάσχει από ανίατη ασθένεια, μετά από χασομέρι δίπλα στις ράγες, καταλήγει στο ντάινερ και ξεκινά κουβέντα περί αυτοχειρίας με τη σερβιτόρα. Κι ο νυχτερινός επιστάτης του σταθμού, ένας κουτσός γέροντας, περιφέρεται δίνοντας συμβουλές στους περαστικούς και καθαρίζοντας τα απορρίμματά τους.

Τι να συνδέει τους παραπάνω;

Κατ’ αρχήν, εκθαμβωτικά χρώματα «ψυχραμένα» από φωτισμούς νέον, σε χώρους μίνιμαλ καλλιτεχνικής διεύθυνσης και ρετρό γκανγκστερισμού, πλαναρισμένους έτσι που νομίζεις πως ανά πάσα στιγμή θα ξεσπάσουν όλοι σε τρελό χορό και θα γίνει εκεί μέσα του «Smooth criminal».

Υστερα, σε ρυθμό πολυβόλου και κρότο στρακαστρούκας ατάκες από την εγκυκλοπαίδεια των κλισέ -τύπου «Χρειάζομαι κάποιον να μού βουτυρώσει τα ψωμάκια!» ή «Ποιος είπε πως το μυστήριο είναι μια χαμένη τέχνη;»- που λες και ξαραχνιάστηκαν πριν καν επινοηθεί η πλοκή και συναρμολογήθηκαν βεβιασμένα σε κάτι που να τη θυμίζει.

Και, τελικά, μυστικά του παρελθόντος και συμπτώσεις του παρόντος, ατάκτως ερριμμένα σε ένα σενάριο απίθανων «ανατροπών» που θέλει να παίρνει τον εαυτό του στα πολύ σοβαρά την ίδια στιγμή που αψηφά κάθε λογική, κι ενώ δε σέβεται τίποτα άλλο εκτός από τον εξυπνακισμό του.

Με άλλα λόγια, εκείνο που συνδέει τους παραπάνω δεν είναι παρά η ματαιοδοξία του νεοεμφανιζόμενου Βον Στάιν, έμπειρου βοηθού σκηνοθέτη σε ποικίλα μπλοκμπάστερς, να διοχετεύσει όπως-όπως τις επιρροές και τη σινεφιλία του («Ντικ Τρέισι», «Αμαρτωλή Πόλη», «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων», «Κοκκινοσκουφίτσα», Ταραντίνο, Σίνγκερ, Γκάι Ρίτσι, και βάλε) σε μια υπερστιλιζαρισμένη φούσκα, με τις ευλογίες και της παραγωγού και σταρ Μάργκο Ρόμπι, που προφανώς ήθελε να καλλιεργήσει την εικόνα της ως bad girl Χάρλεϊ Κουίν όταν γυρίστηκε το φιλμ (2016), αλλά έπρεπε να περιμένει μέχρι τον απόηχο του «Εγώ, η Τόνια» για να το ξεθάψει.