Ενας πενηντάχρονος επαγγελματίας και οικογενειάρχης, κουρασμένος από τη ρουτίνα της ζωής και την έλλειψη εκπλήξεων, ξεκινά μια συνηθισμένη του μέρα, η οποία θα εξελιχθεί σ’ένα απρόσμενο ταξίδι. Επιβιβάζεται στο λάθος τραίνο και καταλήγει στο χωριό όπου μεγάλωσε και το οποίο έχει χρόνια να επισκεφθεί. Χωρίς να καταλάβει γιατί, μεταφέρεται στην παιδική του ηλικία και βιώνει ξανά τα χρόνια της αθωότητας.

Ο Σαμ Γκαρμπάρσκι του «Irina Palm» καταπιάνεται μ’ένα manga κόμικ του Χίρο Τανιγκούτσι και, παρότι το μεταφέρει στη Γαλλία της δεκαετίας του ’60, μοιάζει να διατηρεί το ύφος και την ευαισθησία του πρωτότυπου. Πέρα από την πλοκή, ολόκληρη η ταινία έχει μια αίσθηση ενός παραμυθένιου, εξωπραγματικού κόσμου του κόμικ. Σ’αυτό οπωσδήποτε συμβάλει και η μουσική υπόκρουση των Air που πάντα φέρουν κάτι το απόκοσμο.

Η μοναχικότητα, η ροή του χρόνου και μια εντελώς ιαπωνική φιλοσοφία, του ότι η ζωή και ο θάνατος συνυπάρχουν ταυτόχρονα, στο ίδιο επίπεδο, διαπερνούν την ταινία του Γκαρμπάρσκι. Ενώ η μαγευτική φύση της περιοχής, φωτογραφημένη να μοιάζει με νερομπογιά, παραμένει μεγαλειώδης, η γειτονιά του Σαμ, από ζωντανή, ζεστή, γεμάτη δράση, όπως ήταν στα παιδικά του χρόνια, έχει μετατραπεί σ’ένα εγκαταλελειμένο σκηνικό, όπως συμβαίνει συχνά όταν μετά από χρόνια επισκεπτόμαστε ένα μέρος που έχει μείνει στη μνήμη ανέπαφο από το χρόνο.

Η εμπάθεια για έναν άνθρωπο που έχει περάσει την ηλικία που μπορεί να ονειρεύεται και επιστρέφει στο σημείο όπου η ζωή του ήταν μόνο όνειρα δεν μπορεί παρά να συγκινήσει. Η δυνατότητα να επιστρέψεις στο χρόνο, όχι σαν περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας, αλλά σαν υλοποίηση μιας σκέψης, και να μπορέσεις να καταλάβεις την οικογένειά σου, να ξαναγνωρίσεις τους γονείς σου, να ζητήσεις εξηγήσεις ή συγγνώμες, είναι κοινή επιθυμία όσως τολμούν τα πάρουν το μονοπάτι της εσωστρέφειας.

Ο Γκαρμπάρσκι σκηνοθετεί με ηρεμία και υπομονή και με ένα ταλέντο να αποφύγει τη χαζονοσταλγία ή το μελόδραμα. Η ταινία δεν έχει τη δύναμη ν’αναδειχθεί σε κάτι μεγάλο, παρόλ’αυτά, επειδή αγκίζει ευαίσθητες χορδές με όμορφη εικόνα και χαϊδευτικό ρυθμό, έστω για όσο διαρκεί, μεταφέρει το θεατή σ’ένα σημείο μέσα στη δική του μνήμη.

Ο Πασκάλ Γκρεγκορί, που υποδύεται τον μεγάλο Σαμ, είναι πάντα γοητευτικός στην οθόνη αλλά, εκτός από αυτό, όλοι οι ηθοποιοί ενσωματώνονται στην απαλή διάθεση της ταινίας, γίνονται ένα με τις εικόνες της, χωρίς κανείς να ξεχωρίζει.

Οι φανατικοί του Τανιγκούτσι μπορούν να τον εντοπίσουν προς το τέλος του φιλμ.