Μπορούμε μόνο αμυδρά να υποψιαστούμε το βάρος στους ώμους του Λάζλο Νέμες για την ταινία που θα ακολουθούσε το «Γιο του Σαούλ», ένα από τα σπουδαιότερα ντεμπούτα των τελευταίων χρόνων, την καλύτερη - με διαφορά - ταινία του 2015 και σίγουρα μια από τις κινηματογραφικές εμπειρίες (τουλάχιστον) της δεκαετίας που διανύουμε.
Συνταρακτικός, τόσο ως κατασκευή όσο και ως αντίκτυπο, ο «Γιος του Σαούλ» σύστησε ένα σκηνοθέτη με πανίσχυρη άποψη και θέση απέναντι στην κινηματογραφική γλώσσα, την ιστορική αλήθεια, τη συναισθηματική καθαρότητα, ωστόσο έμοιαζε πάντα με τη μια εκείνη ταινία όπου όλα όσα (τολμηρά, ριψοκίνδυνα και σπουδαία) έχεις αποπειραθεί να σκεφτείς μπαίνουν στη σωστή θέση για να υπηρετήσουν το ζητούμενο αποτέλεσμα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μπορούν να αποτελέσουν ενός είδους προσωπικού κινηματογραφικού στιλ ή να εφαρμόζονται αυτούσια σε διαφορετικές κάθε φορά ιστορίες.
Το «Sunset» διαδραματίζεται στη Βουδαπέστη, τη «νέα Βιέννη» του 1913, εκεί όπου η Ιρις Λάιτερ, μια κοπέλα που μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο ελπίζει να βρει δουλειά στο πιλοποιείο που κάποτε ανήκε στους γονείς της και τώρα διευθύνει ο πρώην συνέταιρός τους, ενώ ταυτόχρονα αναζητά τον αδελφό της, Κάλμαν, του οποίου την ύπαρξη αγνοούσε μέχρι σήμερα. Αν βάλετε στη θέση του Σαούλ την Ιρις και αντί για το σκηνικό του στρατόπεδου συγκέντρωσης την Βουδαπέστη (η οποία για τις ανάγκες της ταινίας χτίστηκε στο μεγαλύτερο μέρος της σε στούντιο), βρίσκεστε μπροστά στην τρανταχτή απόδειξη πως ό,τι λειτούργησε με συγκλονιστικό αντίκτυπο στο ντεμπούτο του Λάζλο Νέμες είναι αυτό που εδώ τον προδίδει σε κάθε σκηνή, ακυρώνοντας εκτός από τη φιλοδοξία του και την προφανή δουλειά που έχει γίνει στην κατασκευή της ταινίας.
Η επίμονη κάμερα που δεν αφήνει λεπτό τον κεντρικό ήρωα, η κλειστοφοβική ατμόσφαιρα που ακόμη και στα εξωτερικά πλάνα μοιάζει να βυθίζει το θεατή σε ένα σύννεφο αγωνίας και ανησυχίας, τα ποιητικά κρεσέντα που εδώ κορυφώνονται σε μια ρυθμική επανάληψη (ίδιον των ομόκεντρων κύκλων της κεντρικής ηρωίδας στη δική της αναζήτηση της «αλήθειας») - οτιδήποτε προσπαθεί να στηρίξει την κεντρική ιδέα του Λάζλο Νέμες για μια ταινία που θέλει (τόσο προφανώς που χάνει το νόημα της παραβολής) να μιλήσει για το τέλος της Ευρώπης όπως την ξέραμε, τότε και τώρα, σε μια πορεία που νομοτελειακά θα οδηγήσει στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και αντίστοιχα στα «χαρακώματα» της εποχής μας, όλα καταρρέουν κάτω από μια κατασκευή που δεν μπορεί να καμουφλαριστεί, επιδεικνύοντας συνεχώς τις ραφές και το περίτεχνο της χειροποίητης φύσης της.
Η πρόζα ακούγεται ψεύτικη, η βαρύτητα της αφήγησης επιτηδευμένα «σοβαρή», η προσπάθεια για μια διαδρομή που, ηθελημένα, θα ήθελε να λειτουργήσει ως ένα κεκαλυμμένο φιλμ τρόμου, χωρίς καμία ένταση. Σοβαροφανές και επιτηδευμένο, βαρύγδουπο και διαρκώς μεγαλεπήβολο, το «Sunset» δεν βρίσκει σύμμαχο ούτε στην κυρίαρχη (ως χρονο παρουσίας στην οθόνη, αφού πρωταγωνιστεί κυριολεκτικά σε κάθε σκηνή της ταινίας) πρωταγωνίστριά του. Η Τζούλι Τζακάμπ (συμμετείχε και στον «Γιο του Σαούλ») είναι μια ηθοποίος που δεν είσαι ποτέ σίγουρος αν έχει καθοδηγηθεί τελείως λάθος από το σκηνοθέτη της ή απλά κανείς δεν απόρησε πως δεν αντέχει ούτε κατά διάνοια να κουβαλήσει μια ολόκληρη - τέτοια - ταινία με μια και μοναδική έκφραση στο πρόσωπό της.
Οσο κι αν αναγνωρίζεις τη φιλοδοξία κάτω από τα φαινόμενα, κι όσο κι αν προσπαθείς να βρεις το νήμα που θα σε βάλει στις ράγες μιας ηλεκτρισμένης διαδρομής, το «Sunset» έρχεται με τη φόρα μιας μεγάλης αποτυχίας να ισοπεδώσει κάθε του πτυχή - και αυτή μιας κινηματογραφικής εμπειρίας (η ταινία είναι γυρισμένη και προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Βενετίας στην πρεμιέρα της σε 35mm, η σκηνή αναφορά στο «Sunrise» του Μουρνάου κ.ά.) αλλά και αυτή μιας (ιστορικής) παραβολής για την Ευρώπη του σήμερα.
«Η φρίκη του κόσμου κρύβεται πίσω από τα διαχρονικα όμορφα πράγματα», θα ακουστεί κάποια στιγμή στη... δύση του «Sunset». Μεγάλη αλήθεια για μια ταινία που σίγουρα μπορεί να επιδείξει την ομορφιά της, αλλά που πίσω από αυτήν μοιάζει αδύνατον να αναγνωρίσεις τον άνθρωπο που το 2015 σημάδεψε για πάντα την κινηματογραφική απεικόνιση του Ολοκαυτώματος και (ελπίζουμε, ασυναίσθητα) πίστεψε πως αυτό μπορεί να στηρίξει κάθε του επόμενο (ιστορικό) βήμα.