Ενας άντρας βρίσκεται στη μέση του πουθενά. Σικάτος, γοητευτικός, κοστουμαρισμένος δεν κολλάει με το τοπίο. Λεωφορείο τον έχει μόλις αποβιβάσει σ' επαρχιακό δρόμο της Ιντιάνα, ανάμεσα σε ξερότοπους και χωράφια με καλαμπόκια. Είναι ο Ρότζερ Θόρνχιλ και τον παρακολουθούμε εδώ και ώρα σε μία ιστορία που τον θέλει να προσπαθεί να ξεφύγει από τα πυρά αντίπαλων κατασκόπων, μίας μυστηριώδους φιλορωσικής (βρισκόμαστε στα 50ς του Ψυχρού Πολέμου) οργάνωσης με αρχηγό τον Φίλιπ Βαντάμ. Οταν είσαι όμως στη μέση του πουθενά, με ανοιχτούς ορίζοντες τριγύρω, τουλάχιστον δεν κινδυνεύεις. Από που θα μπορούσαν να σου επιτεθούν; Δεν υπάρχει ψυχή. Μέχρι που ένα ποτιστικό αεροπλάνο κάνει την εμφάνισή του στο βάθος. Πλησιάζει στοχευμένα - όχι για να ποτίσει τα ξερά καλαμπόκια, όπως αρχικά πιστεύαμε, αλλά να βουτήξει και να επιτεθεί στον ήρωα. Ο,τι ακολουθεί έχει γράψει ανεξίτηλα ως σκηνή ανθολογίας.

Κι αν κάποιος πιστεύει ότι αυτή θα ήταν μία τυπική Τζέιμς Μποντ σκηνή, ειρωνικά ο Ρότζερ Θόρνχιλ δεν είναι κατάσκοπος, δεν έχει την εκπαίδευση των μυστικών υπηρεσιών, την τεχνογνωσία των γκάτζετς ή τις πλάτες της CIA. Ενας διαφημιστής της Madison Avenue είναι, που από μπέρδεμα έμπλεξε στα δίχτυα αυτού του ανελέητου ανθρωποκυνηγητού να προσπαθεί να επιβιώσει και να καθαρίσει το όνομά του. Σ' αυτό το αγωνιώδες ταξίδι δρόμου, εμφανίζεται και μία μυστηριώδης ξανθιά, που θα μπερδέψει ακόμα περισσότερο τα δεδομένα. Διπλοί πράκτορες, πολιτικά συμφέροντα, διαφθορά, ανατροπές. Σε κοσμοπολίτικα μέρη, εθνικά εμβληματικά μνημεία ή την μέση του πουθενά. Με την πυξίδα σταθερά κολλημένη North by Northwest (Βόρεια, Βορειοδυτικά).

Η ιδέα της ιστορίας ήταν του Oτις Γκέρσνεϊ, ενός θεατρικού κριτικού, ο οποίος την πρότεινε στον ενθουσιασμένο Χίτσκοκ το 1951: η ταυτότητα ενός πωλητή, που λόγω επαγγέλματος ταξιδεύει συνεχώς, μπερδεύεται με αυτή ενός Αμερικανού μυστικού πράκτορα. Ο Χίτσκοκ άλλωστε πάντα αγαπούσε ιστορίες με «κατά λάθος στοχοποιημένους ήρωες» (από την ασπρόμαυρη βρετανική του περίοδο ακόμα και το « The Lodger» του 1927). Εξι χρόνια μετά, όταν ο Χίτσκοκ συζητούσε με τον συνεργάτη του σεναριογράφο Ερνεστ Λίμαν για το επόμενο πρότζεκτ, θυμήθηκε αυτή την πρόταση, προσθέτοντας μάλιστα τη δική του ιδέα : η πλοκή να κορυφώνεται στο Εθνικό Μνημείο του Ορους Ράσμορ. O Λίμαν που ήθελε να γράψει την «τέλεια Χιτσκοκική ταινία», το απόλυτο θρίλερ που θα τελείωνε όλα τα θρίλερ. Το πάθος του όμως τον καθυστέρησε κι ο Χίτσκοκ σκηνοθέτησε κάτι άλλο πρώτα: τον «Δεσμώτη του Ιλίγγου», που, ειρωνικά, έμεινε στην κινηματογραφική ιστορία ως «η τέλεια Χιτσκοκική ταινία», αν όχι η τέλεια ταινία - τελεία.

Αυτή η παρασκηνιακή ιστορία βέβαια, καθόλου δεν μειώνει το αποτέλεσμα του «North by Northwest»: πανέξυπνο, γοητευτικό, αγωνιώδες, κοσμοπολίτικο, με έναν ακαταμάχητο πρωταγωνιστή, το «Στη Σκιά των Τεσσάρων Γιγάντων» ήταν και παραμένει ένα από τα κλασικά κι από τα πιο δημοφιλή αριστουργήματα του master of suspense. Ολα τα συστατικά του χιτσκοκικού μοτίβου είναι εδώ: ο λάθος άνθρωπος, η παγερή ξανθιά, το macguffin, ίντριγκα, σασπένς, ανατροπές, και, πάνω από όλα, ένα σαρδόνιο χιούμορ που πάντα έκρυβε ο σκηνοθέτης, αλλά εδώ είχε την ευκαιρία να το εμπιστευθεί στον suave πρωταγωνιστή του. Με τις απίστευτες ατάκες που του έγραψε ο Λίμαν και το λαμπερό φλέγμα με το οποίο τις απέδωσε ο Κάρι Γκραντ, ο Χίτσκοκ μάς σύστησε το πρώτο «comic thriller» - δεκαετίες προτού καθιερωθεί ο όρος.

Αρχικά, ο Τζίμι Στιούαρτ θα έπαιζε τον Θόρνχιλ. Κι αυτό θα άλλαζε ριζικά τη θερμοκρασία της ταινίας. Γιατί κανείς δεν μπορεί να τη φανταστεί χωρίς τον εμβληματικό ζεν πρεμιέ Κάρι Γκραντ. Εναν ηθοποιό που πάντα έπαιζε τον εαυτό του, αλλά κανείς δεν παραπονιέται για αυτό. Ποιος άλλος μπορεί να συνδυάσει ατσαλάκωτη γοητεία με ωμό αυτοσαρκασμό, αξεπέραστη αρρενωπότητα με απολαυστική γελοιότητα, πειθώ ότι απέναντί σου έχεις τον Ντον Ντρέιπερ, τον Τζέιμς Μποντ και τον Ντιν Μάρτιν σε ένα.

Γυρισμένο σε VistaVision-Technicolor σινεμασκόπ, στις αυθεντικές τοποθεσίες (από το Ξενοδοχείο Πλάζα της Νέας Υόρκης και τα γραφεία των Ηνωμένων Εθνών στο Μανχάταν, μέχρι τα καλαμπόκια της Ιντιάνα και το Ορος Ράσμορ) και τον Ρόμπερτ Μπερκς στη φωτογραφία (να μάς αλλάζει τη διάθεση και την αγωνία, είτε καίγοντας το κίτρινο στα ηλιοκαμμένα χωράφια, είτε παγώνοντας το μπλε στα μητροπολιτικά γραφεία, ή μαλακώνοντας το πράσινο στα βουνά της Νότια Ντακότα) και τον Μπέρναρντ Χέρμαν να χορογραφεί το καρδιοχτύπι μας με ένα ακόμα κλασικό μουσικό σκορ, ο Χίτσκοκ παρέωσε την απόλυτα εμπορική, eye candy περιπέτεια, υπογράφοντας όμως με την προσωπική, εγκεφαλική, ευφυία, δαιμόνια σκηνοθεσία. Πολυεπίπεδη σκηνοθεσία. Κανείς μπορούσε να σταθεί στο πρώτο επίπεδο, και να παρακολουθήσει ευχάριστα την πλοκή. Κάποιος άλλος αναγνωρίζει και το χιτσκοκικό κλείσιμο ματιού στα υπονοούμενα: όπως τη στιγμή που το ζευγάρι φιλιέται στην καμπίνα του, το μοντάζ κόβει στο -φαλλικού σχήματος- τρένο να μπαίνει στην τρύπα μίας βραχώδους σήραγγας.

Η πλοκή σήμερα, σ' ένα κοινό που έχει εμποτιστεί από εκατοντάδες μιμήσεις του αυθεντικού, μπορεί να κάνει νερά. Υπάρχουν στιγμές που τα δεδομένα δεν κολλάνε, η πλοκή τρέχει με ποιητική άδεια κι ο Λίμαν καμουφλάρει τις τρύπες με πανέξυπνη, κοφτερή πένα. Και το απόλυτο maguffin, η μεγαλύτερη απάτη είναι ο ίδιος ο τίτλος. Η κατεύθυνση North by Northwest δεν υπάρχει σε καμία πυξίδα. Και δεν μας απασχολεί καθόλου. Ο Χίτσκοκ πρέπει να γελάει σαρδόνια από ψηλά βλέποντάς μας να εξακολουθούμε να ακολουθούμε σαγηνευμένοι πίσω από τον ήρωά του, να του επιτρέπουμε να μάς παρασύρει σ' ένα κυνήγι, για χάρη του ίδιου του κυνηγητού. Χωρίς κανείς να ενδιαφέρεται ή να θυμάται γιατί τρέχουμε στ' αλήθεια.

Γιατί ένας είναι ο αληθινός γίγαντας. Και το όνομα αυτού Αλφρεντ Χίτσκοκ.