Ο 19χρονος ΤζέιΑρ καταλήγει στη φυλακή για ένα μικρό παράπτωμα - είναι τρομερά νευρικός κι ευάλωτος. Ο Μπρένταν - ο πιο επικίνδυνος ίσως άντρας στην Αυστραλία-, θα τον πάρει υπό την προστασία του, και θα τον αναγκάσει να τον βοηθήσει να σχεδιάσουν την απόδραση τους. Ο ΤζέιΑρ τυφλωμένος από την υπόσχεση για αμύθητο χρυσό που του δίνουν, τους βοηθά, αλλά σύντομα θα ανακαλύψει ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Καθώς οι εντάσεις ανεβαίνουν, ο νεαρός άντρας αρχίζει να αναρωτιέται αν μπορεί να εμπιστευτεί τον προστάτη του.

Ο,τι και να μαντέψετε ότι συμβαίνει στο ντεμπούτο του Τζούλιους Εϊβερι, συμβαίνει. Κάθε κλισέ που ξέρετε απ’έξω και ανακατωτά να συμβαίνει στο πρώτο μέρος μέσα στη φυλακή επιβεβαιώνεται λεπτό με λεπτό και στη συνέχεια ό,τι κλισέ συναντάτε εδώ και χρόνια σε ένα heist movie συμβαίνει επίσης – λες και ο Αυστραλός σκηνοθέτης και σεναριογράφος (βραβευμένος το 2008 με το Χρυσό Φοίνικα μικρού μήκους ταινίας για το «Jerrycan») ήθελε να ξεμπερδεύει στα γρήγορα με το σενάριο για να ασχοληθεί με τη σκηνοθετική υλοποιησή του.

Και εκεί, είναι αλήθεια, πως δεν τα καταφέρνει άσχημα, αφού μοιάζει να γνωρίζει καλά τους κινηματογραφικούς κωδικούς των ειδών που προσπαθεί να αναπαράγει – πετυχαίνοντας ταυτόχρονα ατμόσφαιρα και ένταση που κάνουν κάτι αρχικά αδιάφορο να σε ενδιαφέρει.

Μακριά από την ωμότητα του συμπατριώτη του Ντέιβιντ Μισόντ στο ανάλογης υφής «Animal Kingdom» και ακόμη πιο μακριά από τον ρεαλισμό του Ντέιβιντ ΜακΚένζι στο «Starred Up», ο Εϊβερι στήνει αποτελεσματικές σκηνές γνωριμίας με τους χαρακτήρες στο πρώτο βίαιο κομμάτι των φυλακών, καρφώνοντας την κάμερα στο πρόσωπο του χαρισματικού νεαρού πρωταγωνιστή του Μπρέντον Θγουέιτς (θυμηθείτε τον στο «The Giver») και σε έναν αναπάντεχα σκληρό Γιούαν ΜακΓκρέγκορ, πριν επιδοθεί σε μια επίδειξη ταλέντου στις σκηνές δράσης στο δεύτερο - λιγότερο ευρηματικό σκηνοθετικά - μέρος.

Είναι φανερό πως ο Εϊβερι ενδιαφέρεται περισσότερο για τα πλάνα του παρά για το γεγονός πως όλα μοιάζουν τρομερά προβλέψιμα στην καθόλου πρωτότυπη ιστορία του, όπως είναι φανερό πως η ερωτική ιστορία στο δεύτερο μέρος (με την Αλίσια Βικάντερ του «Ex Machina» να μοιάζει με βάλσαμο στο κέντρο ενός αντρικού καστ) αποπροσανατολίζει το οποιοδήποτε σχόλιο πάνω στην ενηλικίωση και τον ανδρισμό ενός νεαρού που μπλέκει με τον υπόκοσμο αναζητώντας το οποιοδήποτε νόημα στη ζωή του.

Κι, όμως, ακόμη κι έτσι, ο «Νόμος της Σιωπής» καταφέρνει να πιάσει το μέσο όρο μιας ταινίας που παρακολουθείς μέχρι το τέλος, όχι τόσο για να πειστείς για την περίεργη (και καλά αυστραλέζικη) προφορά του Γιούαν ΜακΓκρέγκορ, αλλά γιατί με τα σωστά υλικά στη σύνθεση ο νεαρός Αυστραλός σε πείθει για τις δυνατότητές του να παίζει με τα είδη και την ατμόσφαιρα σε μια light εκδοχή μιας νουάρ περιπέτειας που υπό συνθήκες θα μπορούσε να ξεχωρίσει από το σωρό.