Μια 19χρονη ερωτεύεται παράφορα τον 40άρη γείτονά της, έναν μοναχικό και αγροίκο κτηνοτρόφο, πάθος που της «τρώει τα σωθικά», έτσι όπως διστάζει μόνιμα να το ομολογήσει στον συνομήλικό της μνηστήρα. Ένα αυτό.
Μια πολυμελής οικογένεια αγροτών παλεύει να τα φέρει βόλτα στην επαρχιακή Θουριγγία του 1990, τη δύσκολη περίοδο της μετάβασης από τη διχοτομημένη Γερμανία στην επανενοποίηση. Δύο.
Ηχούν σαν ξεχωριστές ιστορίες, αλλά δεν είναι. Η Ντανιέλα Κρίεν, στηριγμένη σε βιωματικές μνήμες, τις… ενοποίησε σε ένα δημοφιλές μυθιστόρημα το 2011, με τίτλο «Someday We’ll Tell Each Other Everything». Και η ιρανικής καταγωγής Γερμανίδα σκηνοθέτης Έμιλι Ατέφ, που γνωρίσαμε με την γνωστικά επιλεκτική βιογραφία της Ρόμι Σνάιντερ «Τρεις Μέρες στο Κίμπερον» και εκτιμήσαμε περαιτέρω με το πρόσφατο «Πιο Πολύ Από Ποτέ», το κάνει τώρα ταινία.
Που, ευτυχώς, δεν είναι δύο ταινίες, δηλαδή δύο πορείες με φανερή τη διαχωριστική γραμμή, αλλά μία, που συνυφαίνει το οικογενειακό πορτρέτο, και κατ’ επέκταση το κοινωνικό-οικονομικό-πολιτικό, με το χρονικό του καταραμένου έρωτα. Και πώς προκύπτει ένα τέτοιο «πλεκτό», όπου κανένας κόμπος δεν μπορεί να υφίσταται χωρίς τον άλλον; Πώς, δηλαδή, γεφυρώνονται οι εκδηλώσεις του ενστίκτου -και είναι άφθονες και ενίοτε βροντερές στις ερωτικές σκηνές- με τις παρενέργειες του ανασχηματισμού σε συλλογικό επίπεδο;
Μα απλώς με την επιλογή της σκηνοθέτη να παρουσιάσει όλους ανεξαίρετα τους χαρακτήρες ως καθαρόαιμα προϊόντα της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας, μηδέ του μπρούτου εραστή εξαιρουμένου. Ο Χένερ («φάτσα» ο Φέλιξ Κράμερ, κάτι σαν τραχιά εκδοχή του Μελβίλ Πουπό) διαβιώνει σε μια μισοερειπωμένη φάρμα, κουβαλώντας κειμήλια που θα εξηγηθούν «ιστορικά» στη διάρκεια του φιλμ και τραύματα που θα υποψιάσουν (για κατάθλιψη, προφανώς) επιστημονικά.
Από τη μεριά της, η νεαρή Μαρία, «σώνυμφη» στο σπιτικό του αγοριού της λόγω αδυναμίας της χωρισμένης μητέρας της να τη συντηρήσει, ονειρεύεται το φευγιό από την επαρχιακή ρουτίνα διαβάζοντας Ντοστογιέφσκι. Το ίδιο και το αγόρι, ο Γιοχάνες, εκκολαπτόμενος φωτογράφος που θέλει να αναζητήσει την τύχη του στη Λειψία. Κάθε πρόσωπο ανάγεται σε ένα σύνολο εδώ, από το πικραμένο γερο-ανδρόγυνο και τους συγκρατημένα αισιόδοξους μεροκαματιάρηδες γονείς μέχρι τον κάποτε χαμένο στη Δύση αδελφό που εμφανίζεται για επίσκεψη με τη Δυτικογερμανίδα σύζυγο και τα ανήλικα παιδιά του.
Και δεν είναι μόνο οι ιστορίες τους που μορφοποιούν τη Γερμανία του πριν και του υπό εξέλιξη μετά, αλλά και τα περιστατικά ή οι λεπτομέρειες: ο ύμνος της κολεκτίβας που θυμάται η Μαρία στο τραπέζι του φαγητού από τα παιδικά της χρόνια στην κατασκήνωση, οι Depeche Mode που πάλλουν το αυτοκίνητο μόλις οι Μαρία και Γιοχάνες περνούν -πανεύκολα πλέον- τα σύνορα Ανατολής-Δύσης, η έτοιμη δυτική σαντιγί του σπρέι… που όμως δεν συναγωνίζεται τη χειροποίητη.
Είναι πολλά τα «σήματα» σε τούτο το φρεσκό, όλα όμως διακριτικά ενσωματωμένα στη ροή, και κανένα που να εκπέμπεται πέρα από την αντίληψη της υπό ενηλικίωση Μαρίας και τα μεγκαχέρτζ του γνήσιου ερωτικού της ξυπνήματος. Κι αν η αλά Μπρύχνερ κορύφωση φαντάζει βαριά και ασήκωτη, δε μειώνει σε καμία περίπτωση το θάρρος της Ατέφ να κοιτάξει με τέτοια γύμνια το υποκείμενό της, την επιτυχία της να στήσει μια τόσο επίκαιρη γυναικεία ιστορία μέσα από ένα ακαδημαϊκής γραφής -με την καλύτερη έννοια- μελόδραμα «εποχής».