Ενα αισθητικά και πολιτικά δυνατό ντεμπούτο από τη Σουηδία, θυμίζει ότι ο ρατσισμός βρίσκεται κι εκεί όπου δεν το περιμένεις.

Μάλλον χρειάζεται μια νεαρή (γεννημένη το 1986) σκηνοθέτης από τη Δανία για να κάνει την παγκόσμια κοινότητα να μελετήσει ξανά το θέμα του ρατσισμού απέναντι στον πληθυσμό των Σάμι - και το κάνει με πάθος, έστω κι αν όχι με σεναριακή συνέπεια ή πρωτοτυπία. Η ταινία της Αμάντα Κέρνελ, έκανε πρεμιέρα στη Βενετία, τιμήθηκε με το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη και, λίγο αργότερα, διακρίθηκε με το Βραβείο Lux, συστήνοντας το κατά μέτωπο, αμετακίνητο βλέμμα-τιμωρό ενός μικρού κοριτσιού, απέναντι σε όλον τον γνωστό κόσμο.

Ηρωίδα είναι η Ελε Μάργια, ένα 14χρονο κορίτσι στη Σουηδία του '30, κόρη της κοινότητας των Σάμι, των ιθαγενών της Σκανδιναβίας, οι οποίοι έζησαν νομαδικά κοντά στη φύση, εκτρέφοντας ταράνδους και μιλώντας τη δική τους γλώσσα, τραγουδώντας τα δικά τους τραγούδια, αναπτύσσοντας στενές σχέσεις, όπως όλοι οι παλιοί λαοί, με τα ζώα και τις φυσικές δυνάμεις. Η Ελε Μάργια θέλει ό,τι κι οποιαδήποτε έφηβη της εποχής της - να χορέψει, να φορέσει ελαφρά φορέματα κι όχι την παραδοσιακή μάλλινη φορεσιά της, να φλερτάρει. Ο κόσμος δεν είναι έτοιμος να την υποδεχτεί: αντίθετα, θα την κοροϊδέψει, θα την υποβιβάσει, θα μετρήσει με επιστημονικά εργαλεία την ανάπτυξη του εγκεφάλου της, θα την περιθωριοποιήσει, κάνοντάς την ν' απαρνηθεί την καταγωγή και την ιστορία της, να απορροφηθεί από το συνηθισμένο σύνολο.

Αξιοποιώντας τη μαγική σκανδιναβική φύση, καταπράσινη και προκλητική, τα μεγάλα, ανοιχτά τοπία της αθωότητας, η Αμάντα Κέρνελ έχει ήδη ένα σύμμαχο στο πλευρό της, την ομορφιά της αποτύπωσής τους, τη χρήση τους ως σκηνικό που καθορίζει την ανθρώπινη ελευθερία ή την κοινωνική στενομυαλιά. Ταυτόχρονα, η νεαρή της πρωταγωνίστρια, η Λένε Σεσίλια Σπάροκ, χειρίζεται το ρόλο της με εσωτερική οργή, με βλέμμα που ποτέ δεν κατεβαίνει, μ' έναν αφοπλιστικό συνδυασμό σάρκας και πνεύματος, με μια τόλμη που ξεπερνά την υποκριτική διδασκαλία ή τις σκηνοθετικές οδηγίες - το πρόσωπο και η στάση της απέναντι στην αδικία έχουν μια ποιότητα που δεν αφήνει το μυαλό.

Εχοντας, ωστόσο, στα χέρια της ένα υλικό ιστορικά συναρπαστικό - η ιστορία των Σάμι είναι λίγο γνωστή, το ίδιο και ο διωγμός τους από τη «δυτικότροπη» κοινωνία - κι ένα μαγευτικό τοπίο για να το ξεδιπλώσει, η Κέρνελ δεν τολμά ν' αναπτύξει αρκετά το σενάριό της. Η ταινία της παγιδεύει ένα μικρό κομμάτι από το σύμπαν της ηρωίδας της: το εύρημα των χρονικών αλμάτων από το συγκρουσιακό κορίτσι στη σιωπηλή ηλικιωμένη γυναίκα με το υπέροχα ρυτιδιασμένο πρόσωπο αφήνει πολλά κενά να συμπληρωθούν. Το κυριότερο, ενώ θέτει το ζήτημα του ρατσισμού στο κέντρο της ταινίας της, το μεταχειρίζεται σαν πρωτοεπίπεδο, ευρείας κατανάλωσης, δράμα για όλη την οικογένεια, αποφεύγοντας να περάσει μέσα από τα κλισέ σε κάτι πιο ουσιαστικό, πρωτότυπο κι αληθινό. Κι έτσι αυτό που μένει, είναι το ενδιαφέρον για την αληθινή ιστορία των Σάμι κι ένα βλέμμα που κοιτά απ' την οθόνη, γεμάτο σκληρές ερωτήσεις.