Η Ρίκι περισσότερο από κάθε τι άλλο ήθελε να κάνει καριέρα στη ροκ μουσική. Αποφασισμένη να ακολουθήσει το όνειρό της, εγκατέλειψε νωρίς την οικογένειά της. Οταν μια ημέρα δέχεται ένα τηλεφώνημα από τον πρώην άντρα της, να επιστρέψει σπίτι για να σταθεί στην αποξενωμένη κόρη της, Τζούλι, που παίρνει διαζύγιο, έρχεται αντιμέτωπη με όλα τα διλήμματα του παρελθόντος. Ομως η μουσική είναι για αυτήν στάση ζωής. Ακόμα και αυτή την έσχατη στιγμή επιστρατεύει τον μεγαλύτερο έρωτά της, τη ροκ, για να προσεγγίσει τα αποξενωμένα μέλη της οικογένειάς της: τον πρώην άντρα της με τη δεύτερη τέλεια σύζυγο του, τον μεγαλύτερο γιο της που ετοιμάζεται να παντρευτεί, αλλά δεν σκοπεύει να την καλέσει στον γάμο, και τον μικρότερο γκέι που δεν χαίρεται ιδιαίτερα με την επίσκεψή της. Διότι η κιθάρα και η ροκ της ανήκουν με κάθε κόστος, και είναι έτοιμη να το αποδείξει.

Κάθε ταινία ξεκινάει με καλούς οιωνούς. Ή τουλάχιστον το οφείλει στον εαυτό της. Μερικές ταινίες ξεκινούν με τους καλύτερους οιωνούς και το «Η Ρίκι και η Ροκ» ανήκει χωρίς περιστροφές σε αυτήν την κατηγορία.

Εχει για πρωταγωνίστρια τη Μέριλ Στριπ, για σεναριογράφο την Ντίαμπλο Κόντι, για σκηνοθέτη τον Τζόναθαν Ντέμι, για συμπρωταγωνιστές της Στριπ τον Κέβιν Κλάιν και την κόρη της στην πραγματικότητα Μάμι Γκάμερ και φιλοδοξούσε ήδη από την προετοιμασία της να είναι μια «ροκ» (βλ. ανατρεπτική) κωμωδία για όλα όσα συνεχίζουν να παραμένουν αφόρητα ποπ στην βαθιά συντηρητική Αμερική του σήμερα.

Αν προσθέσει κανείς σε όλα τα παραπάνω το γεγονός πως η Μέριλ Στριπ υποδύεται μια ροκ Ρεπουμπλικάνα (!), διατηρεί σχέσεις με έναν ρόκερ (που, ναι, τον υποδύεται ο αγέραστος Ρικ Σπρίνγκφιλντ) και σε ένα παιχνίδι της μοίρας θα πρέπει να έρθει αντιμέτωπη με την καθως πρέπει οικογένεια του πρώην συζύγου της, τον γκέι γιό της και ένα κόσμο που θα την αντιμετωπίζει πάντοτε ως κάτι «εκκεντρικό», αν όχι «γραφικό», τότε είναι απλά απορίας άξιον γιατί το «Η Ρίκι και η Ροκ» δεν είναι ούτε κατά διάνοια η ταινία της χρονιάς.

Λίγα λεπτά μέσα στο σύμπαν της Ρίκι και οι απαντήσεις εκτοξεύονται πάνω σου με τέτοια ταχύτητα και εξόφθαλμη θρασύτητα που μετά από λίγο νιώθεις πλέον ήσυχος να σηκώσεις τα χέρια και απλά να παρακολουθήσεις μια ταινία που μοιάζει να έχει βγει κατευθείαν από τη δεκαετία του ’80, ανήμπορη να ανατρέψει τα κλισέ που υποτίθεται ότι σατιρίζει, χωρίς εμφανή σκηνοθετική υπογραφή ούτε από τον Τζόναθαν Ντέμι της νέας του περιόδου του (υπέροχου) «Rachel Getting Married» και κυρίως με μια Μέριλ Στριπ που διασκεδάζει με το ρόλο της, αλλά δυστυχώς βάζει τη σφραγίδα της μάλλον στη χειρότερη ταινία που πρωταγωνίστησε ποτέ χωρίς να καταφέρνει παρά τις φιλότιμες προσπάθειές της να τη σώσει – όπως συνήθως το κατάφερνε με ευκολία στο παρελθόν.

Το σενάριο της Ντίαμπλο Κόντι είναι ανώφελο και αυτό ίσως δεν θα ήταν κακό, αν δεν ήταν ταυτόχρονα και τόσο παλιομοδίτικο και συντηρητικό στην προσπάθειά του να ανατρέψει αυτό που τελικά υπηρετεί: μια σειρά από κλισέ για το πως η αποτυχημένη μάνα – που σαν να μην της έφταναν όλα είναι και πάμπτωχη την ίδια ώρα που ο πρώην συζυγός της ζει σε μια βασιλική έπαυλη - θα κερδίσει μια δεύτερη ευκαιρία για να βρεθεί κοντά στα παιδιά της και κάνοντας όλα τα λάθος πράγματα θα καταφέρει τελικά να γίνει αποδεκτή.

Εδώ θα βρείτε τη «σχολική» σκανδαλιά ενός μπάφου που θα ανατρέψει τις ισορροπίες του κατά τα άλλα συνετού πρώην συζύγου, όλες τις αμήχανες στιγμές που αντιμετωπίζει ένας Ρεπουμπλικάνος μπροστά στο debate των ομόφυλων γάμων, κάθε γραφικότητα που έχετε στο νου σας για μια ροκού περασμένης ηλικίας που πιστεύει ότι είναι τζόβενο και κάθε πιθανό μελοδραματικό κρεσέντο πάνω στα λάθη που κάνουν οι γονείς και που αργά ή γρήγορα πρέπει να απολογηθούν γι’ αυτά, αν θέλουν να κερδίσουν πίσω την οικογένειά τους. Η Ντίαμπλο Κόντι (ίσως ήρθε η στιγμή να αποκαθηλωθεί από το θρόνο που της δόθηκε κάποτε και μόνο τελικά για το «Juno») είναι σαφές ότι πιστεύει πως ανατρέπει δεδομένα, την ίδια στιγμή που το μόνο που καταφέρνει είναι να κάνει όλους τους ήρωές της (και των δύο πλευρών) αντιπαθείς, πιστεύοντας πως μια κωμωδία καταστάσεων αρκεί όταν έχεις τις... καταστάσεις.

Από την άλλη ο Τζόναθαν Ντέμι μοιάζει απών. Ναι, έχει επιμεληθεί τα on stage της Μέριλ Στριπ (που κρατάνε δυστυχώς περισσότερο απ’ όσο αντέχει και ο μέσος ακροατής) και είναι φανερό πως προτιμά μια σκηνοθετική προσέγγιση μινιμαλιστική ώστε να προσδώσει στο όλο εγχείρημα μια αύρα «ανεξάρτητου» σινεμά που μπορεί να αφορά όλους. Αυτό που καταφέρνει είναι να μοιάζει ανύπαρκτος και αφήνει το ρυθμό να τρέχει μόνος του πάνω σε ένα άνευρο σενάριο και να προδίδει ακόμη και την πρωταγωνίστριά του όταν δεν την εμποδίζει από το να γελοιοποιηθεί περισσότερο απ’ όσο θα ήταν απλά αστείο.

Διασχίζοντας όλη τη γκάμα (ναι, γιατί μπορεί) από τη γραφικότητα στο μελόδραμα και από την φαρσοκωμωδία στο σχεδόν βεριτέ, η Μέριλ Στριπ είναι αδύνατον να είναι κακή, αλλά κουβαλά στους ώμους της μια ταινία που δεν την βοηθάει στο ελάχιστο να δικαιώσει την ηρωίδα της, οδηγώντας την σταδιακά και με μαθηματική ακρίβεια σε ένα «δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει» φινάλε που κλείνει με το τον ιδανικό τρόπο μια ταινία που πλανήθηκε ότι κάνει κάτι διαφορετικό, ενώ στην πραγματικότητα υπηρετεί με κάθε πιθανό τρόπο όλα τα κακώς κείμενα του αμερικανικού κινηματογράφου.

Οσο για την ερώτηση «γιατί η Μέριλ Στρίπ δεν το κατάλαβε νωρίτερα;», η απάντηση βρίσκεται στο πολύ απλό πως ήθελε με κάθε τρόπο να μάθει κιθάρα από τον Νιλ Γιάνγκ, να τραγουδήσει το «Bad Romance» της Lady Gaga, να φιλήσει στο στόμα τον Ρικ Σπρίνγκφιλντ (αφήστε που κάνουν και σεξ σε μια ευτυχώς σύντομη σκηνή), να παίξει μαζί με τον Κέβιν Κλάιν 33 χρόνια μετά την «Εκλογή της Σόφι» και να δώσει χώρο στην απίστευτα ταλαντούχα κόρη της, Μάμι Γκάμερ (θυμηθείτε την ή δείτε την ως πρωτάρα δικηγόρο στο τηλεοπτικό «The Good Wife») σε μια ταινία που θα την έκανε επιτέλους το αστέρι που αξίζει να γίνει.

Η Μέριλ Στριπ κατάφερε όλα τα παραπάνω (για να μην υποθέσει κανείς πως η «συντηρητική» Ακαδημία μπορεί να την στείλει μέχρι τα Οσκαρ από κεκτημένη ταχύτητα), αλλά δυστυχώς τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είναι αρκετό για να την κάνει «ροκ» και πολύ περισσότερο να κάνει αυτήν την ταινία της «’n’ roll».