Ντιτρόιτ, 1952. H δεκάχρονη Αρίθα κοιμάται στο κρεβάτι της, αλλά ο εύθυμος θόρυβος του καθιερωμένου σαββατόβραδου πάρτι φτάνει μέχρι τον πάνω όροφο του πλούσιου σπιτιού της. Ο πατέρας της, ο Σι Ελ Φράνκλιν, διάσημος πάστορας της πιο ισχυρής εκκλησίας της πόλης, έχει αποκτήσει χρήμα και πολιτική δύναμη με τα κυρήγματά του. Στα πάρτι του συχνάζουν τα μεγαλύτερα ονόματα πολιτικής εξουσίας της μαύρης κοινότητας (προσωπικός του φίλος ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζ.) αλλά και της μουσικής σκηνής - από τον «θείο Σαμ» (Σαμ Κουκ), μέχρι τη «θεία Ντάινα» (Ντάινα Γουάσινγκτον). Ολοι θέλουν να ακούσουν ένα τραγούδι από την «Ρι» κι ο Φράνκλιν έχει τη συνήθεια να την ξυπνά και να την κατεβάζει στο πιάνο, όπου η πιτσιρίκα βγάζει νότες μεγαλείου, που την ενηλικιώνουν απότομα σε ώριμη ερμηνεύτρια. Αυτό όμως ήταν και το πρόβλημα. Η Αρίθα ενηλικιώθηκε απότομα, σκληρά και τραυματικά. Οχι μόνο γιατί σ' ένα από αυτά τα πάρτι, ένας «φίλος» της οικογένειας, ανεβαίνει στο παιδικό δωμάτιο και την κακοποιεί σεξουαλικά (άραγε από αυτόν μένει έγκυος στα 12 της χρόνια;). Αλλά γιατί ο Σι Ελ Φράνκλιν μπορεί να ήταν εμπνευσμένος ηγέτης για την μαύρη κοινότητα, αλλά αυτό δεν τον έκανε και καλό πατέρα. Η μητέρα της τον είχε χωρίσει για τις συνεχείς απιστίες του και τα βίαιά του ξεσπάσματα, αλλά είχε χάσει την κηδεμονία των παιδιών της. Η Ρι ξέμεινε να μεγαλώνει μαζί του, μπλέκοντας την αγάπη με τον θυμό, την πίστη στο Θεό με την τιμωρία, τη λύτρωση με τη μουσική. Η σεξουαλική κακοποίηση που δεν ομολόγησε ποτέ και η κατάθλιψη μετά το θάνατο της μητέρας της, ερμηνεύτηκαν επιπόλαια ως «δαίμονες» της μικρής, ατίθασης κόρης. Κι αυτό οδήγησε την Αρίθα Φράνκλιν να πιστεύει ότι αξίζει έναν κακοποιητή σύζυγο (τον πρώην νταβαντζή Τεντ Γουάιτ, που πλασαρίστηκε ως μάνατζερ της τα πρώτα χρόνια), και να προσπαθεί να μουδιάζει τον πόνο στο αλκοόλ και στο πιάνο της. Μέχρι που βρήκε την πραγματική, μοναδική, soulful φωνή της, τον Ιανουάριο του 1972, στη New Temple Missionary Baptist Church του Λος Αντζελες. Βάζοντας γερά θεμέλια στον «Amazing Grace» θρύλο της.

Οι κινηματογραφικές βιογραφίες έχουν, εξ ορισμού, ένα μεγάλο μειονέκτημα: μοιραία θα συγκριθούν με το εκτόπισμα του πραγματικού ιστορικού προσώπου. Κι όταν κανείς καταπιάνεται με τον θρύλο της Queen of Soul, η μπάρα είναι πολύ ψηλά και σε δύο επίπεδα. Μουσικά, καθώς πρέπει να ανταποκριθεί στο μεγαλείο της φωνής της γυναίκας που μετέτρεψε τις κραυγές πόνου της σε άπιαστες για την εποχή οκτάβες, ζεσταίνοντάς τες με αίμα και ερμηνεύοντάς τες με απόθεμα ψυχής. Δραματικά, γιατί καλείται να σκάψει βαθιά και τολμηρά για να βρει τη ρίζα - από που πηγάζει αυτός ο πόνος.

Το κινηματογραφικό ντεμπούτο της θεατρικής σκηνοθέτη Λιζλ Τόμι, βασισμένο στο σενάριο της επίσης πρωτοεμφανιζόμενης στο σινεμά Τρέισι Σκοτ Γουίλσον («Fosse/Verdon») υποκλίνεται με αναμφισβήτητο σεβασμό στην μουσική ιδιοφυΐα, αλλά δεν ρισκάρει. Φλατάρει το δραματικό υπόβαθρο και τελικά παραδίδει ένα καλογυαλισμένο, λαμπερό, mainstream biopic. Μια γραμμική αφήγηση που ακροπατά στο περίγραμμα του θρύλου, και δεν φτάνει ποτέ στην ουσία - στην ψυχή. Ειρωνικό, η ταινία για την Queen of Soul να μην έχει soul.

Σε αυτό μπορεί να ευθύνονται οι κληρονόμοι της Φράνκλιν, οι οποίοι είχαν λόγο στην παραγωγή, και μάλλον δεν ήθελαν να επιτρέψουν στην κινηματογραφική κάμερα να ρίξει φως στα κακώς κείμενα της οικογένειας. Ή η ίδια η Αρίθα, που παρακολουθούσε το σενάριο μέχρι το θάνατό της το 2018. Το αποτέλεσμα όμως είναι ότι χάθηκε μία μεγάλη ευκαιρία να κοιτάξει κανείς με πραγματικό Σεβασμό την καλλιτέχνη που μετατρέπει το κακοποιητικό τραύμα και το vortex της κατάθλιψης σε ουράνια μελωδία. Που δανείζει τη δύναμη των κορώνων της στον πολιτικό ακτιβισμό της (εντελώς «τουριστικές» οι αναφορές των πολιτικών συναυλιών της ή της αγάπης της για την Αντζελα Ντέιβις). Που πιστεύει τόσο βαθιά κι αγνά στο Θεό που βρίσκει την αυθεντική φωνή της στα γκόσπελ. Ολη αυτή την διαδρομή, η Τόμι την υπαινίσσεται με βιαστικές αναφορές, την τρέχει με γρήγορα «επίκαιρα» και κλισέ βινιέτες, ενώ κάθε φορά που πλησιάζει στην καρδιά, η εικόνα σβήνει σε μαύρο. Μόνο που όταν αποστρέφεις το βλέμμα από τα τρωττά της ανθρώπινης φύσης, όταν στρογγυλεύεις το προβλήματα της ψυχικής υγείας, όταν ντύνεις τα σκοτάδια με τη γκλίτερ λάμψη της ντίβας, χάνεις την ανθρωπιά της ταινίας σου.

Αυτό που έσωσε την Αρίθα όμως, διασώζει και την ταινία: η μουσική. Υπάρχουν 2-3 σεκάνς μεγαλείου. Οχι, οι τετριμμένες που αναπαραστούν διάσημες συναυλίες της Φράνκλιν, με σατέν φορέματα, φτερά και ψεύτικες βλεφαρίδες. Πιο ήσυχες, παρασκηνιακές. Ενα βράδυ που μαζί με τις αδελφές της αυτοσχεδιάζουν στο πιάνο και γεννιέται η ενορχήστρωση του «Respect». Ή μια στιγμή σε τηλερεπορτάζ για τη ζωή της, που της ζητούν να παίξει μια μελωδία που της έγραψε η αδελφή της Κάρολιν και παραδίδει μία ωμή, προσωπική, συγκλονιστική εκτέλεση του «Αin't No Way». Και πάνω από όλα, το πρώτο τζαμάρισμα στο Muscle Shoals Sound Studio. Με τον Τζέρι Γουέξλερ (διάσημο παραγωγό της Atlantic Records, που γέννησε τον όρο R&B κι έβγαλε μία γκάμα από ονόματα - από τον Ρέι Τσαρλς και την Ντάστι Σπρίνγκφιλντ, μέχρι τους Dire Straits και τον Μπομπ Ντίλαν) να πιστεύει σε εκείνη, αλλά την μπάντα λευκών μουσικών από τον Νότο, αρχικά, να τη σνομπάρουν. Μέχρι που αθόρυβα εκείνη κάθεται στο πιάνο και δίνει δυναμικά τον τόνο, τον ρυθμό και το πρόσταγμα. Αρχίζει να τραγουδάει κι ένας ένας την ακολουθεί, μαγεμένος. Κι όλοι υποκλίνονται στην μουσική. Εκεί κερδίζεται η εκτίμηση, το πραγματικό Respect.

Σε αυτό το κομμάτι, είναι φυσικά αναπόσπαστη η ερμηνεία της Τζένιφερ Χάντσον. Μία ερμηνεία που λάμπει και θαμπώνει - στα ίδια ακριβώς σημεία με την ίδια την ταινία. Οχι, η οσκαρική πρωταγωνίστρια του «Dreamgirls» δεν έχει ένα μεστό σενάριο στα χέρια της για να αποδώσει στιβαρά τις δραματικές σκηνές της. Εκεί ή διεκπεραιώνει, ή το παρακάνει. Οταν όμως αρχίζει να τραγουδά (όλες οι λήψεις τραγουδιών είναι live) μπορεί κανείς να διακρίνει τη λατρεία της για το είδωλο-Αρίθα. Δεν την μιμείται, την αποδίδει. Κάθε νότα, κάθε έκφραση, κάθε σπάσιμο της φωνής της κουβαλά το βάρος της γυναίκας που η ίδια η Χάντσον είχε φάρο στην καριέρα της. Αυτό έχει κι ένα κακό - ούτε εκείνη τολμά να κάνει δικό της το ρόλο. Η ερμηνεία της μοιάζει με κατάθεση στεφάνου, όχι κατάθεση ψυχής.

Οσοι θεατές δεν γνωρίζουν παρά τα διάσημα χιτ της Αρίθα Φράνκλιν, όσοι θέλουν μια κινηματογραφική ανάγνωση των περιεχομένων της ζωής της, θα ικανοποιηθούν. Οσοι αγαπούν την μουσική, γνωρίζουν πολύ καλά το κεφάλαιο που έγραψε η Βασίλισσα στην R&B και περιμένουν την ταινία να φτάσει στις ψηλές νότες, θα απογοητευθούν.

Ειδικά όταν -ατυχώς- η Τόμι αποφασίζει να κλείσει με την σκηνή των credits να συνοδεύεται από την αληθινή Αρίθα στην τελευταία της live εμφάνιση (που έγινε viral). Μία συγκλονιστική ερμηνεία του (You Make me Feel Like) «A Natural Woman» στην τιμητική βράβευση της Kάρολ Κινγκ στο Kennedy Center το 2017. Εβδομηνταπέντε χρονών, βγαίνει στη σκηνή με τη γούνα της να σέρνεται στο πάτωμα και το εκτόπισμά της να στέλνει ανατριχίλες ωστικής δύναμης στην αίθουσα. Κάθεται στο πιάνο και χτυπά τα πλήκρα με αυτοπεποίθηση, βγάζοντας από τις πρώτες νότες μια φωνή κρύσταλλο που αψηφούσε το χρόνο. Μια ερμηνεία εμβληματική, δυνατή και εύθραυστη, που έκανε την Κινγκ, τον Πρόεδρο Ομπάμα και κάθε έναν από εμάς να κλαίμε με λυγμούς. Κάτι που η ταινία, με όλο το σεβασμό, δεν καταφέρνει ποτέ.