Στο κοντινό μέλλον που πάντα στο σινεμά είναι ζοφερό, το Μαϊάμι (και η Νέα Ορλεάνη σίγουρα, ίσως κι ο υπόλοιπος κόσμος, έχει βυθιστεί σχεδόν ολόκληρο κάτω από το νερό, του οποίου η στάθμη ανέβηκε (σίγουρα εκεί κάπου προσπαθεί να κολυμπήσει κι ένα οικολογικό μήνυμα). Η πόλη είναι ταξικά χωρισμένη, στους «βαρόνους» που ζουν στο στεγνό κομμάτι της πόλης και στους υπόλοιπους που κατοικούν στα μισοβυθισμένα κτίρια, αναγκασμένοι να ζουν τη νύχτα, μια και τη μέρα ο ήλιος είναι υπερβολικά καυτός (οικολογικού μηνύματος μέρος δεύτερο). Εκεί ζει κι ο Νικ Μπάνιστερ (Χιου Τζάκμαν), σιτεμένος βετεράνος «του πολέμου», ο οποίος, μαζί με τη βοηθό του, Γουοτς (Τάντι Νιούτον), λειτουργεί ένα μηχάνημα που μπορεί να προσφέρει στους πελάτες καλύτερες μέρες: το μηχάνημα που λειτουργεί με ηλεκρόδια στο κεφάλι, εμβύθιση στο νερό και αισθαντικό voice over από τον Νικ, αναπλάθει τις μνήμες που επιλέγει ο χρήστης και τις παρουσιάζει, για όλες τις αισθήσεις, σε μια στρογγυλή πίστα κυκλωμένη από χάντρινο κουρτινάκι.

Μια ανάμνηση θα έρθει να ζητήσει κι η γοητευτική και μυστηριώδης Μέι (Ρεμπέκα Φέργκιουσον), τραγουδίστρια με σκοτεινό παρελθόν: μια ανάμνηση τόσο απλή - έχει ξεχάσει πού έχει βάλει τα κλειδιά της - που θα έπρεπε κανείς να υποψιαστεί. Οχι ο Νικ. Οι δυο τους ερωτεύονται, εκείνη εξαφανίζεται κι εκείνος παθαίνει εμμονή να μάθει τι απέγινε και πώς εμπλέκεται με την κινεζική μαφία.

Η πρώτη κινηματογραφική απόπειρα της Λίσα Τζόι, της showrunner του «Westworld», είναι ένα φουτουριστικό love story βυθισμένο κι αυτό στις αναφορές του. Η αναβίωση των αναμνήσεων έρχεται απ' ευθείας από το «Strange Days», ενώ ο συνδυασμός επιστημονικής φαντασίας και νεο-νουάρ, η μπλε-πράσινη τίντα, οι επιγραφές σε νέον, η αφήγηση από τον κεντρικό, πικραμένο ήρωα, αντηχούν απ' ευθείας το «Blade Runner». Αλλά χωρίς ουσία. Δυο ήρωες συμπαθείς, δεν έχουν κανένα βάρος, κανένα βάθος, ώστε το ρομάντζο τους ν' αποκτήσει πάθος. Οι γραμμές της πλοκής, ακόμα και οι δεύτεροι ήρωες, είναι προβλέψιμοι και καρικατουρίστικοι. Η πρόθεση είναι φιλότιμη και σίγουρα σινεφιλική, αλλά το σενάριο εξαιρετικά αδύναμο. Τα μεταξωτά φορέματα της καλλίγραμμης Μέι είναι κομψότατα και ζηλευτά - αλλά αυτά είναι περίπου το μόνο στοιχείο της ταινίας που καταφέρνει να ταξιδέψει στη μνήμη.