Τα ντοκουμέντα που αποτελούν τις «Μνήμες» του Νίκου Καβουκίδη δεν είναι απλά επίκαιρα από τις πιο ταραγμένες εποχές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Αυτό που τα διαφοροποιεί από κάτι που θα έβλεπες σε ένα ρεπορτάζ ή στο υλικό ενός τηλεοπτικού αρχείου είναι το γεγονός ότι ανήκουν σε πρωτοπόρους κινηματογραφιστές διαφορετικών εποχών που σε φιλμ 35mm αποτύπωσαν την ιστορία ακριβώς τη στιγμή που διαδραματιζόταν.
Αφανείς ήρωες μιας (κινηματογραφικής) επανάστασης που ακόμη και τώρα δεν μοιάζει να έχει αναγνωριστεί όπως θα της άξιζε, οι «σκηνοθέτες» των γεγονότων δεν αρκούνται στην παρατήρηση, αλλά κάνουν ζουμ στην λεπτομέρεια, στα πρόσωπα των τραγικών πρωταγωνιστών, στην καθημερινότητα όπως αυτή διαμορφωνόταν στο περιθώριο των πιο σημαντικών στιγμών μιας χώρας και ενός έθνους. Είναι αδιαπραγμάτευτη η κινηματογραφική αξία εικόνων που απομονώνουν ένα αμήχανο βλέμμα, μια παγερή σιωπή, μια μάχη στο μέτωπο και μια άλλη μέσα στους (άδειους) δρόμους της πόλης, μια νίκη και μια ήττα.
Ο Νίκος Καβουκίδης λειτουργεί εδώ περισσότερο ως θεματοφύλακας μιας συλλογικής (και εδώ τεκμηριωμένης) μνήμης και λιγότερο ως σκηνοθέτης. Εχοντας αφιερωθεί εδώ και χρόνια στη συγκέντρωση και συντήρηση ενός εξαιρετικά ευαίσθητου υλικού, παραθέτει τα γεγονότα από τη Δικτατορία του Μεταξά μέχρι και τον Εμφύλιο, αναλαμβάνει την τιτάνια εργασία της ταυτοποίησης της κάθε εικόνας με την ιστορική στιγμή που καταγράφει και χρησιμοποιεί μια υποτυπώδη αφήγηση ώστε να μπορέσει ακόμη και ο πιο ανιστόρητος θεατής να παρακολουθήσει την αλληλουχία των γεγονότων.
Η επιλογή του να αφήσει στην πραγματικότητα τα ντοκουμέντα βουβά, ντυμένα μόνο με τραγούδια της εποχής και με αποσπάσματα από λογοτεχνικά, ιστορικά κείμενα και αυθεντικές εκφωνήσεις ανακοινώσεων και ραδιοφωνικών εκπομπών λειτουργεί υπέρ της εικόνας και της καθαρότητάς της, αλλά όχι και υπέρ μιας κινηματογραφικής αφήγησης που θα συνέδεε τα γεγονότα με την πραγματική αίσθηση της ιστορικής αμεσότητας και ωμότητας που τα χαρακτηρίζει.
Μπορεί οι λέξεις του Γιάννη Ρίτσου, του Τάσου Λειβαδίτη, του Ασημάκη Πανσέληνου, του Οδυσσέα Ελύτη, του Γιώργου Σεφέρη, του Αγγελου Τερζάκη και άλλων να χτίζουν μια ατμόσφαιρα ποιητικής μελαγχολίας που σε αντίθεση με τη συνεχή «εμπόλεμη» κατάσταση της χώρας, ολοκληρώνουν το ιστορικό γίγνεσθαι μιας Ελλάδας που πείνασε και πόνεσε περισσότερο απ’ όσο θα ήθελε να θυμάται. Την ίδια στιγμή όμως, τα γεγονότα διαδέχονται το ένα το άλλο χωρίς τη «δραματική» αλληλουχία που θα αναδείκνυε τη σημασία της κάθε νέας εποχής, κάθε νέας σελίδας στο μεγάλο βιβλίο της ιστορίας ενός τόπου.
Ακόμη κι ο εκπαιδευτικός χαρακτήρας μιας τέτοιας εργασίας χάνεται όταν αυτό που τελικά μένει μετά από δύο ώρες υλικού είναι μια αίσθηση αρχείου που μεταφέρει την ατμόσφαιρα αλλά όχι και τη ιστορική δύναμη των γεγονότων από τα οποί αποτελείται, χάνοντας έτσι και μια μοναδική ευκαιρία αυτό το ημερολόγιο του παρελθόντος να αποτελέσει και ένα οδηγό επιβίωσης για το παρόν.