Ο Τζεφ είναι ένας διάσημος φωτορεπόρτερ - ταξιδεύει απ' άκρη σε άκρη της γης, καλύπτει τα πιο επικίνδυνα θέματα, ζει μία ριψοκίνδυνη, συναρπαστική ζωή περιπέτειας, ανεξαρτησίας, ελευθερίας, ρίσκου. Μόνο που τώρα, μέσα στον καύσωνα του καλοκαιριού, βρίσκεται καθηλωμένος σε μία αναπηρική πολυθρόνα στο μικρό νεοϋορκέζικο διαμέρισμά του. Το σπασμένο του πόδι, μπανταρισμένο σ' έναν άκαμπτο ολόσωμο γύψο τού επιβάλλει έναν πρωτόγνωρο ρυθμό ακινησίας. Ο πάλαι ποτέ αυτόνομος εργένης τώρα εξαρτάται πλήρως από την Στέλα, την φλύαρη νοσοκόμα του, και τις φροντίδες της Λίζα, της συντρόφου του, που μάταια εδώ και χρόνια περιμένει μία κίνηση δέσμευσης από μέρους του.
Η μόνη του διέξοδος; Ο τηλεφακός της μηχανής του. Τον διασκεδάζει να τον χρησιμοποιεί για να κατασκοπεύει από το πίσω παράθυρο του διαμερίσματός του τις ζωές των γειτόνων του: την Δεσποινίδα Μοναξιά που όλο στρώνει το τραπέζι για φανταστικούς καλεσμένους, την Μις Μπούστο που αντιθέτως έχει πολλούς και διαφορετικούς επισκέπτες κάθε βράδυ, το νιόπαντρο ζευγάρι που το πάθος του κρατά τις κουρτίνες τους ερμητικά κλειστές, τους ηλικιωμένους που δεν αντέχουν πια ούτε το σκύλο να βγάλουν βόλτα και τον κατεβάζουν με ένα καλαθάκι στην πίσω αυλή, και τον κύριο Θόργουολντ - έναν βλοσυρό μεσήλικα που η μονίμως άρρωστη γυναίκα του μοιάζει να τον έχει εγκλωβίσει σε μία αφόρητη, μίζερη ζωή.
«Υπάρχουν νόμοι που τιμωρούν τους ηδονοβλεψίες» τον σαρκάζει η Στέλα, όμως τόσο εκείνη όσο και η Λίζα παρασύρονται από αυτό το αρχικά διασκεδαστικό χόμπι του Τζεφ και κολλάνε. Οι ζωές των άλλων τους γίνονται εμμονή. Μέχρι που μία νύχτα, η περίεργη κινητικότητα στο διαμέρισμα του κύριου Θόργουολντ, η ξαφνική εξαφάνιση της συζύγου του από το δωμάτιό της, ένα πριόνι, μία βαλίτσα, και το δαιμόνιο μυαλό του φωτορεπόρτερ οδηγούν στο συμπέρασμα ότι έχει γίνει μάρτυρας μιας δολοφονίας.
Ο Αλφρεντ Χίτσκοκ έχει μείνει στην ιστορία ως ο «μάστερ του σασπένς» και η αλήθεια είναι ότι με αυτή την ταινία αποδεικνύει το απίστευτο ταλέντο του να μάς καθηλώνει στην άκρη της καρέκλας μας με αγωνία - ενώ ουσιαστικά δεν μας έχει βγάλει από τους φυσικούς χώρους ενός διαμερίσματος. Με γυρίσματα εξολοκλήρου σε στούντιο, σε ένα αριστοτεχνικά κατασκευασμένο σκηνικό, η κάμερα του Χίτσκοκ δεν εγκλωβίζεται στους 4 τοίχους, ο ρυθμός δεν γίνεται ποτέ θεατρικός, το περίεργο βλέμμα μας δεν ακολουθεί απλώς τον τηλεφακό του Τζεφ, αλλά χάνεται και στους αναλυτικούς δρόμους του μυαλού του, δραπετεύει μέσω της φαντασίας του. Οι POV λήψεις, οι κοφτεροί διάλογοι του σεναρίου και, κυρίως, το (άξιο για masterclass) υπαινικτικό μοντάζ στήνουν ένα θρίλερ απαράμιλλης έντασης, όπου όλα τρέχουν επικίνδυνα - εκτός από τον ήρωα κι εμάς που είμαστε σιωπηλοί παρατηρητές.
Μόνο που ο Χίτσκοκ δεν κατασκεύαζε ποτέ επιδερμικά θρίλερ ή απλές murder mystery ιστοριούλες. Ολες οι ιδέες του είχαν βαθιά ρίζα στην ψυχανάλυση, την κοινωνική παρατήρηση, τις υπαρξιακές του ανησυχίες. Η θεματική που θέλει το ίδιο το σινεμά να έχει ηδονοβλεπτικό χαρακτήρα (ένας σκηνοθέτης κοιτά αδιάκριτα ανθρώπους μέσα από το φακό του, κι εμείς συνηγορούμε από τις θέσεις μας στην αίθουσα), η εμμονή με τις ζωές των άλλων (ειδικά σε ήρωες που αποφεύγουν να κοιτάξουν τις δικές τους), ο λάθος άνθρωπος που συχνά κατηγορείται, η μοιραία ξανθιά που σχεδόν πάντα είναι η καταστροφή ενός άντρα - όλα συνυπάρχουν με απίστευτη αρμονία στον «Σιωπηλό Μάρτυρα».
Ο γύψος του Τζεφ συμβολίζει τον χαλκά ενός πιθανού γάμου - δηλαδή τον εφιάλτη του. Απωθεί συνεχώς την Λίζα γιατί φοβάται τη δέσμευση - θα του στερήσει τα ταξίδια, την περιπέτεια, την ελευθερία, τη χαρά της ζωής. Μία κοσμική κυρία με τα Dior φορέματά της δεν θα μπορούσε να τον ακολουθήσει ποτέ στις ζούγκλες και τους επικίνδυνους προορισμούς του. Είναι ο μόνος που δεν βλέπει κι απαξιώνει την τρυφερότητα, τη φροντίδα και την κλασάτη ομορφιά της - ακόμα κι όταν σκύβει να τον φιλήσει στο στόμα (ο Χίτσκοκ κινηματογραφεί το φιλί με την Γκρέις Κέλι ημιφωτισμένη να πλησιάζει τα κατακόκκινα χείλη της στο φακό σε απόσταση αναπνοής) εκείνος βλέπει ένα βαμπίρ - έτοιμο να του ρουφήξει ο αίμα.
Για αυτό και η γυναίκα αναλαμβάνει δράση - θα του αποδείξει ότι όσο εκείνος -ακίνητος, παθητικός- χτίζει υποθετικούς εφιάλτες, εκείνη θα τολμήσει να διασχίσει τον περίβολο, να σκαρφαλώσει σκάλες και μπαλκόνια, να μπει στο διαμέρισμα του ύποπτου δολοφόνου. Ο Τζεφ έχει περιοριστεί στο να την κοιτάει, άπραγος, ευνουχισμένος, βαθιά εντυπωσιασμένος.
Ο Τζίμι Στιούαρτ φέρνει το ειδικό του βάρος για ακόμα μία φορά στο χιτσκοκικό παζλ κι ερμηνεύει τον Τζεφ με πεισμωμένο εγωισμό και ενθουσιώδη παιδικότητα. Η Γκρέις Κέλι, παρόλη την ψυχρή ομορφιά της, ξεφεύγει από τον κορσέ της «Hitchcock blond» και διασκεδάζει τα όριά της. Και η καρατερίστα κομεντιέν Θέλμα Ράιτερ με τις βιτριολικές ατάκες είναι σκέτη απόλαυση.
Πρωταγωνιστής όμως κι εδώ είναι ο ίδιος ο Χίτσκοκ - κρυμμένος πίσω από την κάμερά του να μάς παρατηρεί από την πίσω πόρτα. Να κρατά τις κλωστές των αντιδράσεών μας, να χειρίζεται τα συναισθήματά μας. Να γράφει με τον φακό του ένα ακόμα κινηματογραφικό δοκίμιο για τις φοβίες των δύο φύλων, τα ταμπού, τις ενοχές, την εμμονή, την κοινωνική περιέργεια και την αστική μας μοναξιά.