Όταν ο Ντόναλντ Τραμπ σε αποκαλεί δημόσια «όνειδος για το δικαστικό σώμα και το έθνος», τότε είναι σίγουρο ότι όχι μόνο κάνεις πολύ καλά τη δουλειά σου, αλλά ότι είσαι και στη σωστή πλευρά του αγώνα. Η Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσπεργκ, όμως, δε χρειαζόταν τις «ευλογίες» του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών (ή σύσσωμης σχεδόν της ανδροκρατούμενης συντηρητικής παράταξης στη χώρα της, όπως η εισαγωγή της ταινίας εύστοχα αποκαλύπτει) για να απογειωθεί στη σφαίρα ενός θρύλου και να γίνει μια σούπερ σταρ στην Αμερική, καθώς ολόκληρη η ζωή της είναι συνυφασμένη με τον αγώνα για τη δικαιοσύνη, την ισονομία και τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα των δύο φύλων και κάθε λογής μειονοτήτων, αρχικά ως μαχόμενη δικηγόρος σε μια εποχή κατά την οποία οι γυναίκες στον κλάδο αντιμετωπίζονταν με απαξίωση κι εν συνεχεία ως η δεύτερη μόλις γυναίκα στην Ιστορία που διορίστηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών, μια θέση που στα 86 της χρόνια και παρά τα σοβαρότατα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει διατηρεί ακόμα με ένα άοκνο σθένος.
Εν μέσω των αναταράξεων του #metoo και του γενικότερου προβληματισμού για το τρίτο φεμινιστικό κύμα, αυτή η εμβληματική μορφή του νομικού ακτιβισμού για την εξάλειψη «ένα βήμα τη φορά» (κατά την προσφιλή της πρακτική) κάθε σεξιστικού κατάλοιπου σε μια νομοθεσία, όπου ακόμα τίποτα δεν είναι αυτονόητο, ήταν νομοτελειακό να γίνει αντικείμενο του κινηματογραφικού ενδιαφέροντος κι αν η μυθοπλαστική απόπειρα για την προσέγγιση της συναρπαστικής ζωής της («Η Αρχή της Ισότητας») ήταν μάλλον άνευρη, επιφανειακά glossy και σίγουρα κατώτερη των περιστάσεων και του αντικειμένου της, το ντοκιμαντέρ των Τζούλι Κόεν και Μπέτσι Γουέστ τα καταφέρνει σίγουρα καλύτερα, ειδικά για όσους έρχονται για πρώτη φορά σε επαφή με το φαινόμενο «RBG».
Με βασικό άξονα αφενός την ακροαματική διαδικασία της επιβεβαίωσης του διορισμού της από τον πρόεδρο Κλίντον στο Ανώτατο Δικαστήριο ενώπιον της Γερουσίας (αναμενόμενα και κάπως ειρωνικά ανδροκρατούμενης ακόμα και εν έτει 1993), αφετέρου τις σύγχρονες εκδηλώσεις λατρείας, τα memes και την ανάδειξη της Γκίνσμπεργκ σε φαινόμενο της ποπ κουλτούρας για μια προοδευτική Αμερική που αναζητά τους ταγούς της στη μάχη κατά του επερχόμενου κύματος του νέου συντηρητισμού, το «RBG» ξεδιπλώνει τη ζωή της 86χρονης πλέον δικαστή εστιάζοντας σε κομβικά σημεία της ζωής και της καριέρας της, αλλά και σε μικρές στιγμές της καθημερινότητάς της, αναζητώντας την πηγή του δυναμισμού και της μαχητικότητας που την κάνουν ακόμη και σήμερα να δουλεύει ασταμάτητα και να αρνείται να συνταξιοδοτηθεί, μέχρι τουλάχιστον την εκλογή του επόμενου Δημοκρατικού Προέδρου στη χώρα της.
Έτσι λοιπόν ο θεατής πληροφορείται ότι πηγή και αφετηρία του «μετριοπαθούς δυναμισμού» που χαρακτήρισε την καριέρα της ήταν η συμβουλή της μητέρας της (την οποία έχασε όταν ήταν μόλις 17 ετών) να είναι «κυρία» και να είναι «ανεξάρτητη». Αυτό την οδήγησε να μην υψώνει ποτέ τη φωνή της, «γιατί αυτό είναι χαμένος χρόνος», αλλά αντίθετα να επιβάλλεται, παρά το 1.55 του ύψους της, σε κάθε αντίξοο κι εχθρικό περιβάλλον με τη δριμύτητα και τη δύναμη της λογικής του νομικού συλλογισμού της.
Αυτή η συμβουλή την έκανε να ερωτευτεί μεν κεραυνοβόλα στο πρώτο έτος της φοίτησής στο Κορνέλ τον μετέπειτα σύζυγό της Μάρτι Γκίνσμπεργκ, με τον οποίο έμεινε μαζί για όλη την υπόλοιπη κοινή τους ζωή μέχρι το θάνατο του τελευταίου, αλλά να μη βρεθεί ποτέ στη σκιά του, αντιθέτως έχτισαν από κοινού μια σχέση αμοιβαίου θαυμασμού και εκτίμησης. Την ώθησε να γίνει στα τέλη της δεκαετίας του 50 μία από τις μόλις εννιά φοιτήτριες της Νομικής του Χάρβαρντ, στο οποίο διέπρεψε όσο παράλληλα μεγάλωνε την κόρη της και φρόντιζε τον Μάρτι που εκδήλωσε τα πρώτα συμπτώματα του καρκίνου που θα τον ταλαιπωρούσε επί δεκαετίες. Την πείσμωσε τόσο, ώστε να γίνει δικηγόρος σε έναν ανδροκρατούμενο και φαλλοκρατικό (εκείνη την εποχή) νομικό κόσμο και να φτάσει τις υψηλού κοινωνικοπολιτικού ενδιαφέροντος υποθέσεις που ανέλαβε μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών, προκαλώντας την έκδοση αποφάσεων που έγραψαν ιστορία και αποτελούν πλέον νομολογία. Τη βοήθησε να γοητεύσει και να πείσει τον Πρόεδρο Κλίντον να τη διορίσει στο ισόβιο αξίωμα του Ανώτατου Δικαστή το 1993 και να γίνει έκτοτε η φωνή της προόδου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ακόμα και με τις μειοψηφικές κρίσεις της σε ένα συντηρητικό δικαστικό σώμα.
Πέρα, όμως, από τις επαγγελματικές περγαμηνές υπάρχει και η πιο διασκεδαστική και ανάλαφρη πλευρά της Γκίνσμπεργκ, εκείνη που χαρίζει στην ταινία τις πιο απολαυστικές στιγμές της: η αγάπη της για την όπερα, που την οδήγησε μέχρι και στην εμφάνισή της επί σκηνής στην Ουάσινγκτον, η παντελής ανικανότητά της στη μαγειρική και οι ελάχιστες φορές που αστειεύεται, όπως εκμυστηρεύονται τα παιδιά της, η καθημερινή γυμναστική φορώντας μπλουζάκια που αναγράφουν «Total Diva», η συλλογή από τα διάφορα περίτεχνα κολάρα που φορά πάνω από την αυστηρή δικαστική τήβεννο, τα γέλια της στην εξωφρενική μίμηση της Κέιτ ΜακΚίνον στο «Saturday Night Live».
Όλα αυτά, βέβαια, οδηγούν το ντοκιμαντέρ στο διακριτικό (ενίοτε και ασύστολο) φλερτ με την αγιογραφία, ειδικά όταν ορισμένες κάπως πιο αμφιλεγόμενες πτυχές του φαινομένου Γκίνσμπεργκ επιμελώς συγκαλύπτονται ή μόνο ακροθιγώς αχνοφαίνονται, όπως η μετριοπαθής και πραγματιστική στάση της ως μέλος του ανώτατου δικαστικού σώματος της μεγαλύτερης υπερδύναμης στον κόσμο, το lobbying του συζύγου της προκειμένου αυτή να επιλεγεί από τον Κλίντον στις αρχές της δεκαετίας του 90, η εμπορευματοποίηση του ονόματος της μέσω ενός merchandise από διάφορα προϊόντα που κυκλοφορούν με το όνομά της ή ακόμα και η άρνησή της να αποχωρήσει από την ενεργό δράση επί προεδρίας Ομπάμα ούτως ώστε να αντικατασταθεί από έναν νεότερο δημοκρατικών πεποιθήσεων δικαστή.
Η ταινία, όμως, εξαρχής και ξεκάθαρα δηλώνει την πολιτική θέση και στάση της και προσεγγίζει το φαινόμενο της Γκίνσμπεργκ με το σεβασμό και το θαυμασμό που η υπερήλικας δικαστής αναμφίβολα αξίζει. Και μπορεί μεν να μην εμβαθύνει στην ανάγκη της αμερικανικής κοινωνίας να ηρωοποιεί και να βρίσκει είδωλα σε κάθε χώρο, ακόμα και στο δικαστικό σώμα, ή στη σημασία που είχαν όλες αυτές οι αποφάσεις (που πληροφοριακά παρατίθενται) στην αλλαγή των πεποιθήσεων για την ισότητα των δύο φύλων, υπογραμμίζει, όμως, διαρκώς την αξία που έχει ακόμα και σήμερα η παρουσία και η λιακάδα του φωτεινού μυαλού της Γκίνσμπεργκ στον δημόσιο πολιτικό διάλογο των Ηνωμένων Πολιτειών. Και αυτό δεν γίνεται παρά να βρίσκει κάθε νοήμονα και δημοκρατικό θεατή σύμφωνο.