Αν δεν χορτάσατε από τον «Elvis» του Μπαζ Λούρμαν, έχετε μια ακόμη ευκαιρία να κοιτάξετε πίσω από την κουρτίνα της ζωής του «Βασιλιά του Ροκ Εν Ρολ», σε μια ταινία που θεωρητικά εστιάζει στη γυναίκα του, Πρισίλα, η οποία όμως στην ταινία δείχνει να υφίσταται μόνο σε συνάρτηση με τον διάσημο σύζυγό της.

Διότι το φιλμ της Κόπολα δεν είναι το πορτρέτο ενός κοριτσιού (όταν ο Ελβις γνώρισε την Πρισίλα εκείνη ήταν 14 ετών), που γίνεται γυναίκα, αλλά η ιστορία μιας προβληματικής σχέσης, η δυναμική της οποίας είναι σχεδόν ανατριχιαστική με τα μάτια του σήμερα, αλλά που ακόμη και στη δεκαετία του '50 δεν ήταν τίποτα λιγότερο από παράξενη.

Και, ναι, η Κόπολα δεν διστάζει να απεικονίσει τον Ελβις ως έναν αποπλανητικό, κακοποιητικό, εγωκεντρικό, κακομαθημένο ενήλικα-παιδί που βλέπει τις γυναίκες σαν κάτι που μπορεί να βάζει στην άκρη όταν δεν χρησιμοποιεί, αλλά δυστυχώς δεν πετυχαίνει να αναδείξει τη διαδρομή αυτογνωσίας και συναισθηματικής ενηλικίωσης της ηρωίδας της με πειστικό τρόπο.

Μερίδιο ευθύνης έχει αναμφίβολα και η Κέιλι Σπέινι, της οποίας η ερμηνεία δεν αφήνει να διαφανούν οι όποιες ψυχολογικές αποχρώσεις της Πρισίλα, αφού σχεδόν σε όλη την ταινία φορά μόνο δύο διαφορετικές εκφράσεις, αυτή της ενθουσιασμένης φαν κι αυτή της μουτρωμένης εφήβου. Ο Τζέικομπ Ελόρντι έχει αναμφίβολα έναν πιο αβανταδόρικο ρόλο και πετυχαίνει κατά στιγμές να κάνει τον Ελβις γοητευτικό και φρικτό μαζί, αλλά σε μια ταινία που θα χρειαζόταν δύο δυνατές ερμηνείες για να ανυψωθεί σε ένα στιβαρό δράμα, αυτές απλώς δεν υπάρχουν.

Κάτι ακόμη που δυστυχώς απουσιάζει εδώ, είναι η αισθητική ευρηματικότητα της Κόπολα, η αντισυμβατικότητα με την οποία προσεγγίζει συνήθως τις ιστορίες της, αφού η αφηγηματική διαδρομή είναι εντελώς προβλέψιμη και η εικόνα επίπεδη κι ανέμπνευστη. Το μεγαλύτερο μέρος του φιλμ είναι κινηματογραφημένο σε ένα ενοχλητικό ημίφως, σε νυχτερινά πλάνα, σε δωμάτια με κλειστά παντζούρια, υπό το φως των κεριών, με αποτέλεσμα σχεδόν να μην διακρίνεις τα πρόσωπα των ηρώων, κι ακόμη και οι σκηνές στο φως δεν έχουν καμιά ιδιαίτερη αρετή που να τις κάνει αξιομνημόνευτες.

Η ταινία δεν έχει καν την υφή ενός πυροτεχνήματος, όπως για παράδειγμα η «Μαρία Αντουανέτα», μια άλλη φιλόδοξη αποτυχία της Κόπολα, αντίθετα προβάλλει σαν ένα μουντό, αδιάφορο biopic που δεν έχει έναν χαρακτήρα άξιο να ακολουθήσεις και ούτε τίποτα ενδιαφέρον να πει για την εποχή του, για την εποχή μας, ή για οτιδήποτε άλλο.

Θυμηθείτε κι αυτό: 7 πράγματα που μάθαμε (όχι μόνο) για την «Πρισίλα» μιλώντας με τη Σοφία Κόπολα