Ο Κος Ιλό κατεβαίνει στο κέντρο του 60ς Παρισιού για μία συνάντηση με έναν αμερικανό επίσημο. Στην σύγχρονη μητρόπολη, με την πυκνή κίνηση των λεωφόρων, την επέλαση των τουριστών, την μεταμοντέρνα αρχιτεκτονική και τους δαιδαλώδεις ουρανοξύστες, παρακολουθούμε πώς άνθρωπος χάνεται, μπερδεύεται, περιπλανιέται σαν ξένος στον μεταμοντέρνο κόσμο που έχτισε ο ίδιος.

Οταν το αριστούργημα του Ζακ Τατί κυκλοφόρησε το 1967, λανσαρίστηκε ως κωμωδία. Κι ενώ είναι. Ομως, ακολουθώντας το βωβό, φινετσάτο σλάπστικ των «Οι Διακοπές του Κύριου Ιλό», «Ο Θείος μου», είναι και τόσα πολλά περισσότερα. Ο Τατί την προσέγγισε ως την πιο φιλόδοξη ταινία του (και πράγματι τότε ήταν η πιο ακριβή παραγωγή που είχε γυριστεί ποτέ στη Γαλλία), χτίζοντας ένα πελώριο σκηνικό με πλατιές λεωφόρους, πλατείες, ουρανοξύστες, εσωτερικό μοντέρνων γραφείων, κυλιόμενες σκάλες, ακόμα κι αεροδρόμιο), ένα στούντιο τόσο τεράστιο, που ονομάστηκε «Tativille». Κι αυτό γιατί ήθελε τα πάντα στον πλήρη έλεγχό του, μία καλοκουρδισμένη χορογραφία πολυκοσμίας και αρχιτεκτονικής βαβούρας που θα έλεγαν μία ιστορία μεγαλύτερη της μεγάλης οθόνης. Και μεγαλύτερης του ίδιου του Παρισιού: για αυτό το απρόσωπο σκηνικό, γιατί το σχόλιο αφορά όλο τον σύγχρονο μητροπολιτικό κόσμο, όχι μόνο τη χώρα του.

Γυρίζοντας σε φιλμ 70mm κι ανοίγοντας τα πλάνα σε μεσαία, ολόσωμα και πανοραμίκ πλάνα (ποτέ κοντινά), λοξά καδραρίσματα και λήψεις από ψηλά, ή με βάθος πεδίου που η δράση συμβαίνει στο πίσω μέρος του κάδρου, ο Τατί υπογραμμίζει την ανάγκη να κοιτάξει κανείς το σύνολο, το πλήθος, όχι τον ήρωά του. Η ιστορία που αφηγείται είναι οικουμενική, όχι προσωπική. Ο κύριος Ιλό βρίσκεται εκεί ως αφορμή, σχεδόν τυχαία. Εκατομμύρια «κύριοι Ιλό», με καπαρντίνες και ομπρέλες, διασχίζουν τους ίδιους δρόμους, ανάμεσα στα ίδια κτίρια, με την ίδια ταχύτητα και το ίδιο άγχος. Αυτό πρωταγωνιστεί: ο σύγχρονος τρόπος ζωής.

Η κωμωδία προκύπτει από την πολυπλοκότητα αυτού του φουτουριστικού μοτίβου καθημερινότητας, μέσα στον οποίο ο άνθρωπος μοιάζει άβουλος, σχεδόν αόρατος. Αν όμως περάσεις το πρώτο επίπεδο ανάγνωσης, σχεδόν κωμικό είναι κι ένα ακράδαντο γεγονός: εμείς «συμφωνήσαμε», άμεσα ή έμμεσα, να ζούμε έτσι. Η εξέλιξη είναι ανθρώπινη επιλογή, όπως και οι συνέπειές της. Κι ό,τι μπερδευόμαστε ή αγχωνόμαστε να διανύσουμε τους λαβύρινθους της καθημερινότητάς μας, ναι, μοιάζει κωμικό αν το δεις από μακριά. Για αυτό και δεν γελάει κανείς δυνατά με σλάπστικ γκάφες. Περισσότερο γελά αναγνωρίζοντας τα χάλια μας.

Το «Playtime» στέκεται μέσα στο χρόνο ως ένα εμβληματικό δείγμα κινηματογράφου που αποτελεί είδος από μόνο του. Καμία άλλη ταινία δεν χρησιμοποιεί την αρχιτεκτονική, το χώρο, το πλήθος με αυτό τον καίριο τρόπο. Το «Playtime» είναι μία σκηνογραφική κατασκευή που έχει θεματική ουσία, μία θεματική που βρίσκει ταύτιση με την absurd, δαιδαλώδη φόρμα. Μία βωβή (αν εξαιρέσεις τις ανακοινώσεις στα αγγλικά που ακούγονται από χαλασμένα ηχεία) κωμωδία που είναι κραυγή του σύγχρονου ανθρώπου για βοήθεια. Ηχηρή κοινωνική παρατήρηση.

Στην εποχή του το «Playtime» ήταν εισπρακτική αποτυχία. Το κοινό βαρέθηκε με τη διάρκεια και την φασαρία των πλάνων. Ο Τατί χρεοκόπησε κι έπεσε σε κατάθλιψη, κι αυτό αποτυπώνεται στο επόμενο, βαθιά μελαγχολικό του «Trafic» (1971).

Σήμερα όμως, όλοι αναγνωρίζουμε ότι πρόκειται για ένα προφητικό αριστούργημα. Μία επιδραστική ταινία μέσα στις επόμενες κινηματογραφικές δεκαετίες, μία οργισμένη σάτιρα για το ανθρώπινο μέλλον, μία κλασάτη χορογραφημένη κωμωδία που μάς κάνει πλάκα, ακόμα και με τον τίτλο της. Σύγχρονε άνθρωπε, έχεις παγιδευτεί σ' ένα επιτραπέζιο παιχνίδι που, καθημερινά, ψάχνεις να σε βρεις.