Ενας σχεδιαστής κόμικς βήχει ακατάσχετα μέσα σε ένα κατάμεστο από κόσμο λεωφορείο. Είναι γριπιασμένος, αλλά τόσο που βήχει δίνει την εντύπωση καρκινοπαθούς, όπως παρατηρεί μια γηραιά συνεπιβάτης. Η γυναίκα του, με την οποία είναι στα χωρίσματα αλλά μένουν ακόμα μαζί για να φροντίζουν τον ανήλικο γιο τους, είναι βιβλιοθηκάριος. Στη δουλειά, θα παρουσιάσει κι αυτή συμπτώματα γρίπης. Το ζεύγος, φοβούμενο πως πυρετό θα ανεβάσει και το παιδί, θα πρέπει από βραδύς να κάνει το παν για να μη νοσήσει, μιας και προετοιμάζεται την για μια σχολική γιορτή την επομένη.

Δίνουμε μια τυπική σύνοψη της νέας ταινίας του Κιρίλ Σερεμπρένικοφ, δημιουργού του «Πιστού» και της «Γυναίκας του Τσαϊκόφσκι», έτσι για να ξέρουμε ποια είναι τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα. Καθώς οτιδήποτε γραμμικό θα ανατραπεί στη συνέχεια -αν όχι από τα πρώτα λίγα λεπτά- έτσι αισθητικά που χρησιμοποιεί τον πυρετό ο δημιουργός της σύγχρονης ρωσικής αβάν γκαρντ για να ανακατέψει ιλιγγιωδώς την αφηγηματική τράπουλα. Η παράκρουση από το 40άρι του υδράργυρου δίνει εδώ τον τόνο.

Ο Πετρόφ, ο κομίστας, παρασύρεται από έναν ασφαλίτη έξω από το λεωφορείο που λέγαμε για να συμμετάσχει σε ένα εκτελεστικό απόσπασμα που σκορπά τον θάνατο λίγα μέτρα πιο πέρα! Κατ, και πίσω στο λεωφορείο -για να αντιληφθούμε αμέσως την παραίσθηση. Όπου γηραιός παρενοχλεί λεκτικά μια ανήλικη, και ο Πετρόφ τον βγάζει από το όχημα ξυλοφορτωμένο, συναντά έναν φίλο του ασφαλίτη, αγοράζουν ποτό, και καταλήγουν στο χρέπι ενός άλλου φίλου που σχεδόν μονολογεί για το χάλι της μετασοβιετικής Ρωσίας. Με λοταρία θα έπρεπε να γίνονται οι προεδρικές εκλογές, λέει, και μετά, στο τέλος της θητείας, ανάλογα με τις επιδόσεις, ή τον κρατάμε ή τον βάζουμε φυλακή. Όχι κι άσχημη ιδέα.

Στο μεταξύ, η Πέτροβα, η βιβλιοθηκάριος σύζυγος, μεταμορφώνεται σε εκδικητή κάθε που οσφραίνεται μάτσο καφρίλα. Μαυρίζει το μάτι της, σα βρικόλακας, και τουλουμιάζει με πολεμική τέχνη κάθε φιγούρα πατριαρχική στο διάβα της, αν όχι και τη μακελεύει ανηλεώς. Σπλάτερ της εναλλακτικής πραγματικότητας κι αυτό, παρενέργεια του πυρετού, σε μια χώρα που μονάχα στους τύπους αυτοαποκαλείται motherland.

Κι έτσι κυλάει όλη η ταινία του Σερεμπρένικοφ, τριπαριστά και με απανωτές μπηχτές στη Ρωσία του 2000. Το παρασκήνιο έχει εδώ τη σημασία του: το μυθιστόρημα του Αλεξέι Σάλνικοφ στο οποίο βασίστηκε το σενάριο αφορά εκείνα τα χρόνια, αλλά ο δημιουργός το χρησιμοποιεί διαχρονικά, σαν αφορμή για να επιτεθεί στο πουτινικό σήμερα που τον καταδίκασε σε κατ’ οίκον περιορισμό για δήθεν υπεξαίρεση, έξαλλο με τα αντικαθεστωτικά φρονήματά του, που ήταν κατάδηλα τόσο στις ταινίες του όσο και στα μεταμοντέρνα θεατρικά που παρήγαγε ως καλλιτεχνικός διευθυντής στο κλειστό πλέον Gogol Center της Μόσχας. Άλλο παρασκήνιο, πως το φιλμ γυρίστηκε προ Κόβιντ. Δεν περίμενε ο ρωσικός λαός την πανδημία για να επικυρώσει τη νόσο που τον κατέτρωγε εδώ και χρόνια, οπότε οποιαδήποτε αναγωγή από τη μεριά του θεατή είναι εκ του περισσού.

Τα σατιρικά βέλη, διαπεραστικά και ενίοτε αιματοβαμμένα, φεύγουν το ένα μετά τ’ άλλο μέσα σε μια απίθανη ακροβασία ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία. Αποκορύφωμα ένα 20λεπτο σχεδόν μονοπλάνο που ξεκινά σε έναν εκδοτικό οίκο και καταλήγει στα βρώμικα στενά από κάτω, έχοντας ανακατέψει αλήθειες και φαντασιώσεις και χρόνους και γεωγραφίες. Άθλος του βραβευμένου στις Κάνες διευθυντή φωτογραφίας Βλάντισλαβ Όπελιαντς, άρτιου, ως φαίνεται, μελετητή της σοβιετικής πρωτοπορίας του ’60 και ουσιαστικού προσαρμοστή της στις ευκολίες του σήμερα και το μένος του Σερεμπρένικοφ.

Οχι πως το ζογκλεριλίκι δεν κουράζει. Οι μπηχτές ανακυκλώνονται, τα κεφάλαια που τις εκτοξεύουν -και είναι αμέτρητα- μοιάζουν όλο και περισσότερο με κλώνους, δεν αποκαλύπτει κάθε μπάμπουσκα και μια έκπληξη. Ούτε κατορθώνει ποτέ να ξύσει το λιντσικό ασυνείδητο τούτος ο σουρωμένος από βότκα Ντοστογιέφσκι. Όμως ηρεμεί. Το τελευταίο ημίωρο είναι θαρρείς μια άλλη ταινία, ασπρόμαυρη και ήσυχη μέσα στα σημεία της εποχής (δεκαετία ’70), αλλά όχι τελικά άλλη όπως νόμιζες, μιας και έρχεται και κουμπώνει έξυπνα με το σήμερα σε ένα σπαρταριστό φινάλε.