Ο Ευτύχης είναι πραγματικά…άτυχος! Δεν του κάθεται τίποτα. Πάει για το καλό και πάντα, με έναν μαγικό τρόπο, βρίσκεται μπλεγμένος. Επιπροσθέτως δεν μπορεί να βρει γυναίκα και, όπως όλοι μας, δυσκολεύεται να βρει δουλειά. Μία ημέρα, πάνω στην απόγνωσή του, θα συναντήσει έναν άστεγο και θα ακολουθήσει τις συμβουλές του. Ως δια μαγείας θα βρει δουλειά η οποία όμως θα τον οδηγήσει πάνω στον …επικίνδυνα διαπλεκόμενο Δημοσθένη Χατζηνικολή, η γυναίκα του οποίου είναι πρώην συμμαθήτρια του Ευτύχη. Το ζευγάρι θα κάνει ένα πάρτυ για την κόρη του, και εκεί οι μάσκες θα πέσουν…για όλους!
Στην πραγματικότητα δεν μπορείς να κατηγορήσεις τον Θανάση Τσαλταμπάση επειδή θέλησε να εξαργυρώσει τη χαριτωμένη παρουσία του στα τηλεοπτικά δρώμενα με μια κινηματογραφική ταινία – σημάδι και ταυτόχρονα σημαινόμενο της Ελλάδας της κρίσης, ειδικά από τη στιγμή που κάποιος θεώρησε την ιδέα του ως μια τέλεια ευκαιρία για μια επίκαιρη low budget κωμωδία που θα μπορούσε να προσελκύσει αύτανδρο το κοινό των τηλεοπτικών σίριαλ σε μια σκοτεινή αίθουσα.
Ωστόσο είναι πραγματικά αποκαρδιωτικό να σκέφτεσαι πως η μόνη φιλοδοξία ενός νεαρού ηθοποιού στην Ελλάδα του 2014 είναι να αναπαράγει ξεπερασμένα τηλεοπτικά κλισέ, να φέρει πίσω στην εποχή μας (γιατί;) κάτι από την «αθωότητα» του παλιού ελληνικού κινηματογράφου και να γιγαντώσει τον όποιο μύθο του ως ένα καλό παιδί της διπλανής πόρτας με μια ταινία που δεν διαθέτει τίποτα κινηματογραφικό εκτός από το γεγονός πως θα παίζεται στα σινεμά, ενώ δεν θα σου έκανε καθόλου εντύπωση αν ήταν απλά μια μεσημεριανή επανάληψη ενός κακού σίριαλ σε κάποιο ιδιωτικό κανάλι.
Μπορεί το «Πέμπτη και 12» να μοιάζει φαινομενικά με ένα ανώδυνο, άκακο και καλοπροαίρετο σε κάθε περίπτωση εγχείρημα για μια λαϊκή κωμωδία πάνω στην κρίση, μόνο που μέσα στην αφέλειά της (έτσι δεν γίνεται συνήθως;) κρύβονται με ξεδιάντροπο τρόπο όλα τα κακά της μοίρας ενός life style που αρνείται να πεθάνει, παραμένοντας προφανώς κραταιό ακόμη και όταν κανείς δεν δείχνει να ενδιαφέρεται για την ύπαρξή του.
Είναι εξοργιστικός ο τρόπος με τον οποίο ο Τσαλταμπάσης θεωρεί πως κάνει κωμωδία επειδή μιμείται (εντάξει, σε στιγμές αρκετά καλά) τον Κώστα Βουτσά του ’60 τοποθετώντας ωστόσο γύρω από τον ήρωα του ένα all star cast του φτωχού από guests τηλεοπτικών ηθοποιών που παίζουν χειρότερα και απ’ όσο θα μπορούσες να υποθέσεις, σκηνοθετώντας στην πραγματικότητα μια σειρά από φτηνά ανέκδοτα παρέας σε μια ταινία «λίγο επιθεώρηση, λίγο Θέμος, λίγο φάρσα, λίγο Σεφερλής» και μια λίστα από λίγο- που δεν έχει τελειωμό.
Και είναι πραγματικά αδύνατον να γελάσεις επειδή ένας άτυχος νεαρός πατάει μια μπανανόφλουδα, να συγκινηθείς επειδή ένας άστεγος δίνει πίσω ένα 20ευρω που βρίσκει στο δρόμο και κυρίως να πιστέψεις πως κάποιοι θεώρησαν για ακόμη μια φορά πως είναι αστείο να βλέπεις δύο μνημειωδώς κακοπαιγμένες αδερφές να τσακώνονται για γκόμενους και τελικά να μεταμφιέζονται σε μια ντροπιαστική σεναριακή ιδέα «καλωσήρθες τρελό καρναβάλι» ικανή να κάνει ολόκληρες παρέες από κάφρους να χασκογελάνε.
Χαιρόμαστε πολύ για τη δημιουργική ελευθερία που είχε προφανώς ο Τσαλταμπάσης στην πρώτη του σκηνοθετική – ο Θεός να την κάνει – κινηματογραφική δουλειά και θα ήμασταν οι πρώτοι που θα χαιρόμασταν εξίσου για μια ελληνική κινηματογραφική παραγωγή που μπορεί ακόμη να παράγει τοπικά προϊόντα για μαζική κατανάλωση, αλλά σε μια εποχή όπου κάθε κίνηση αποκτά ιδιαίτερη (πολιτική) σημασία για το παρόν και το μέλλον αυτής της χώρας, θα προτιμούσαμε ο Τσαλταμπάσης και η παρέα του να λένε τα φτηνά αστεία και τις αφελείς ιδέες τους μεταξύ τους και μακριά από οτιδήποτε έχει να κάνει με το σινεμά.