Η πραγματική ιστορία του Γκαβίνο Λέντα, γιου ενός βοσκού στη Σαρφηνία, ο οποίος κατάφερε να ξεφύγει από τις σκληρές, σχεδόν βάρβαρες συνθήκες ζωής του και τον τυραννικό πατέρα του, καταφέρνοντας να γίνει ένας διακεκριμένος γλωσσολόγος και συγγραφέας.

Ας μεταφερθούμε για λίγο στο Φεστιβάλ Καννών το 1977 και ας προσπαθήσουμε να καταλάβουμε γιατί ο τότε πρόεδρος, Ρομπέρτο Ροσελίνι και τα μέλη της κριτικής επιτροπής (ανάμεσα τους και η θρυλική αμερικανίδα κριτικός Πολίν Κέιλ) έδωσαν το Χρυσό Φοίνικα στον «Πατέρα Αφέντη» των Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι.

Γιατί αγνόησαν μάλλον επιδεικτικά, για παράδειγμα, τη νέα εποχή που έφερναν από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού οι μετά-μπεργκμανικές «3 Γυναίκες» του Ρόμπερτ Αλτμαν, το ανατρεπτικό για την ορατότητα των αφροαμερικάνων και των γκέι «Car Wash» ή το folk «Bound for Glory» του Χαλ Ασμπι, ενός ακόμη εκπροσώπου του νέου αμερικάνικου σινεμά; Γιατί δεν προτίμησαν τη rock ‘n’ roll «ανεξαρτησία» του «Αμερικάνου Φίλου» του Βιμ Βέντερς ή τη φρέσκια ματιά του πρωτοεμφανιζόμενου Ρίντλεϊ Σκοτ με το «The Duellists». Γιατί ανάμεσα στις «ποιητικές» ταινίες του διαγωνιστικού προγράμματος, δεν ανέδειξαν τους «Κυνηγούς» του Θόδωρου Αγγελόπουλου; Και κυρίως γιατί ανάμεσα σε τρεις ιταλικές ταινίες (οι άλλες δύο ήταν το «Μια Ξεχωριστή Μέρα» του Ετόρε Σκόλα και o «Ανθρωπάκος» του Μάριο Μονιτσέλι), επέλεξαν αυτή που γυρίστηκε αρχικά για να προβληθεί μόνο στην ιταλική RAI;

Ολες οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα βρίσκονται σε αυτό που ήταν πάντοτε το σινεμά των αδερφών Ταβιάνι: μια πρωτοφανής σύνθεση ενός λαϊκού σινεμά με το στιλιζάρισμα μιας κινηματογραφικής ποίησης που χαρακτήρισε το σινεμά τους από τις αρχές του 1970 μέχρι και σήμερα.

Ισως ακουστεί παράξενο, αλλά ο «Πατέρας Αφέντης» είναι μια ταινία πιο rock ‘n’ roll από τον «Αμερικάνο Φίλο», πιο ντίσκο από το «Car Wash», ένα καθαρόαιμο πανκ (ακριβώς πάνω στην εποχή που ξεσπούσε το κίνημα) φιλμ ενηλικίωσης, τόσο ελεύθερο από συμβάσεις σαν να γυρίστηκε on the spot σαν ντοκιμαντέρ και μετά μονταρίστηκε από δύο μεγάλους καλλιτέχνες.

Ολόκληρο το πρώτο μέρος του φιλμ είναι σχεδόν βωβό, με μοναδική ηχητική μπάντα τη φύση της ορεινής Σαρδηνίας και τους ήχους από τη βία που ασκείται στον ήρωα από τον τυραννικό πατέρα του. Οι Ταβιάνι δεν εξηγούν. Δεν ενδιαφέρονται για την ψυχολογία του πρωταγωνιστικού τους ζευγαριού. Νιώθεις πως ο πατέρας δεν είναι σαδιστής, αλλά πιστεύει πως κάνει το σωστό για την οικογένεια του. Ξέρεις πως ο γιος καταλαβαίνει και γι’ αυτό δεν αντιδρά. Οπως ξέρει πως αργά ή γρήγορα θα καταφέρει να αποδράσει.

Μπερδεύοντας το νεορεαλισμό (και ό,τι είχε απομείνει απ’ αυτόν στα τέλη της δεκαετίας του ’70) με έναν ιδιότυπο ποιητικό ρεαλισμό, οι Ταβιάνι αφηγούνται την πορεία του ήρωα τους προς την απελευθέρωση με τους ρυθμούς μιας υπνωτιστικής τελετουργίας που ενώ μιλάει πρωτίστως για τη σωματική βία, εξελίσσεται σε μια αφοπλιστική ματιά πάνω στην αγριότητα της ανθρώπινης κατάστασης.

Και κάπως έτσι, χωρίς να χάνουν ποτέ το κέντρο της ποιητικής τους, κάνουν μια ταινία που, περισσότερο από μια απεικόνιση της βίας (πατρικής, ταξικής, κοσμικής), είναι μια μια ταινία για την ενηλικίωση και τα σημάδια που αυτή αφήνει πάνω σου για πάντα. Μια καταγγελία για το ζυγό της επιβιώσης που σβήνει για πάντα τη διεκδίκηση μιας «ανώτερης» ζωής. Ενα μανιφέστο για την ατομική αυτοδιάθεση που κερδίζεται μόνο όταν απαρνηθείς το ρόλο που κάποιοι άλλοι επέλεξαν για σένα. Ενας ύμνος στη γλώσσα, που θα γίνει νομοτελειακά η επιστήμη του ήρωα, ακριβώς και μόνο επειδή μεγαλώνοντας έμαθε να ζει και να ονειρεύεται μέσα στην απόλυτη σιωπή.