Ξεκινώντας από στιγμές φαινομενικής απόλαυσης ή χαλαρότητας (εντάξει, και μια γλαφυρή σκηνή αυτοκτονίας) και μετρώντας αντίστροφα μέχρι την κορύφωση μιας συλλογικής κρίσης πανικού, το μεγάλου μήκους σκηνοθετικό ντεμπούτο του (έμπειρου στο σενάριο) Πάβελ Μασλόνα δεν είναι ακριβώς μια αναμενόμενη κωμωδία εξωφρενικών καταστάσεων.
Και αυτό γιατί είτε η ταινία ακολουθεί μια γυναίκα να συναντά τους δύο πρώην της το ίδιο βράδυ, είτε παρακολουθεί ένα ζευγάρι να διαλέγει τις χειρότερες θέσεις σε ένα αεροπλάνο, είτε κρυφοκοιτά ένα νεαρό κορίτσι να κινδυνεύει να εκτεθεί στις φίλες της ως πορνοστάρ, είτε εστιάζει σε μια νύφη που γεννάει στο δικό της γάμο, είτε ανακαλύπτει έναν έφηβο να μαστουρώνει για πρώτη φορά, είτε αγχωτικά βρίσκει ένα νεαρό άνδρα να αναγκάζεται να ικετεύσει την παράξενη μητέρα του ώστε εκείνη να σώσει τους κόπους ολόκληρης της ζωής του, αυτή η «Κρίση Πανικού» δεν αφήνει ποτέ την υστερία ή την αμετροεπή υπερβολή να αποπροσανατολίσει το κοινωνικό προφίλ της αφήγησης της.
Αυτό συμβαίνει γιατί οι έξι ιστορίες συνηθισμένων ανθρώπων που βρίσκονται ξαφνικά σε ακραίες καταστάσεις αποτελούν για τον Μασλόνα την αφορμή για να εξερευνήσει την υποκρισία αλλά και τις ανισότητες της χώρας του, να εστιάσει στους μικρούς και τους μεγάλους φόβους κάθε στρώματος της κοινωνίας, να σχολιάσει με σκωπτική διάθεση τις σκιές κάθε φαινομενικής ευτυχίας και να αποδείξει ότι, κόντρα στα φαινόμενα, κάθε μία «κρίση» είναι απόλυτα συνδεδεμένη με την κρίση του άλλου.
Αναπόφευκτα βέβαια η επιλογή της σπονδυλωτής αφήγησης φέρνει στο μυαλό τις «Ιστορίες για Αγρίους» του Νταμιάν Σιφρόν, μόνο που η ταινία του Μασλόνα δε βασίζεται τόσο στην παρεξήγηση ή τις αλυσιδωτές αντιδράσεις αλλεπάλληλων αλληλεπιδράσεων αλλά στο χτίσιμο μιας συνεχώς διογκώμενης πίεσης που προδιαθέτει για μια μεγάλη έκρηξη λίγο πριν το τέλος.
Με αφηγηματικά τερτίπια που δημιουργούν απρόσμενους δεσμούς ανάμεσα στις ιστορίες αλλά και που τελικά δεν προσφέρουν κάτι παραπάνω από μια χαριτωμένη ειρωνική επίστρωση, η «Κρίση Πανικού» λειτουργεί καλύτερα ως κοινωνική σάτιρα παρά ως κωμωδία παρεξηγήσεων, καθώς το γέλιο δεν είναι ο αυτοσκοπός παρά μάλλον η ένδειξη μιας εξαιρετικά αγχωτικής κατάστασης που δε βρίσκει άλλον τρόπο για να εκτονωθεί.
Η «Κρίση Πανικού» άλλωστε θα μπορούσε να εκληφθεί ως ένα κοινωνικό πορτρέτο σε παράκρουση, όπου ο αφηγητής τεχνηέντως αποφεύγει να καταδείξει με το δάχτυλο και να απευθύνει σαφείς κατηγορίες αλλά προτιμά να κρύψει στις λεπτομέρειες και στις σεναριακές απιθανότητες τις συνθήκες που μπορεί να οδηγήσουν σε αντίστοιχες (ή και μεγαλύτερες) ακρότητες.
Ως αποτέλεσμα, οι προθέσεις της ταινίας είναι καλές και καταφέρνουν να διατηρήσουν τις ισορροπίες στο μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης, όμως τελικά οι έξι ιστορίες δεν διαθέτουν το ίδιο μερίδιο βαρύτητας, ούτε καταφέρνουν να κερδίσουν στον ίδιο βαθμό με την αμεσότητα του κινδύνου τους. Ακόμα και οι επί μέρους ήρωες αποτελούν ένα άνισο μείγμα ενδιαφέροντων και στερεοτυπικών μορφών, άλλοτε ικανών να σπάσουν τα πλαίσια (πχ η νεαρή επίδοξη πορνοστάρ που απλά θέλει να προστατέψει τη ζωή της) και άλλοτε καταδικασμένων να περιοριστούν σε μια γκροτέσκα, ηχηρή αποτύπωση (πχ η νύφη που γεννά στο γάμο της).
Σε μία «κρίση πανικού» σίγουρα δε χρειάζονται τέτοια ημίμετρα.