Δεν είναι δύσκολο να εκτιμήσει κανείς το «Overlord» για αυτό που ακριβώς είναι: μια υπέροχα διασκεδαστική b-movi-α, η οποία δεν παίρνει ποτέ τον εαυτό της στα σοβαρά. Δεν προσπαθεί ιδιαίτερα να σε πείσει ότι είναι κάτι παραπάνω από αυτό, ούτε όταν στην αρχή μοιάζει να φέρνει λίγο από πολεμική ταινία, καθώς σιγά-σιγά αρχίζει να προσθέτει πινελιές τρόμου, έντασης και gore, μέχρι το αιματηρό της κρεσέντο.
Ας ξεκινήσουμε όμως από τα βασικά. Το «Overlord» έχει Ναζί και τέρατα-ζόμπι. Τι περισσότερο θα μπορούσε, άλλωστε, να ζητήσει κανείς από μια περιπέτεια σε παραγωγή του Τζ. Τζ. Εϊμπραμς;
Ο σκηνοθέτης Τζούλιους Εϊβερι, εδώ στην δεύτερη σκηνοθετική του απόπειρα, αντλεί τις επιρροές του όχι μόνο από ταινίες του είδους, όπως τα κλασικά «Re-Animator» και «Dead Snow», αλλά και από διάφορα video games όπως τα «Wolfenstein» και «Call of Duty: Zombies» με δόσεις από «Resident Evil». Το αποτέλεσμα μοιάζει σαν ένα περίεργο υβρίδιο πολεμικού δράματος/ταινίας με ζόμπι, με όλα τα κλισέ να ακολουθούν - μπορεί μάλιστα να πει κάποιος ότι η ταινία είναι βουτηγμένη ως το λαιμό με αυτά, αλλά για έναν περίεργο λόγο τα πάντα λειτουργούν σαν ένα καλοκουρδισμένο ρολόι.
Η ταινία δεν αργεί να σε βάλει στη δράση, σε μια πραγματικά εξαιρετική εισαγωγή καθώς στρατιώτες των συμμαχικών δυνάμεων που πετούν πάνω από την Γαλλία, λίγες μόλις ώρες από την απόβαση στη Νορμανδία, πέφτουν από το αεροπλάνο τους όταν αυτό χτυπιέται από τους Γερμανούς, και καταλήγουν σε ένα δάσος γεμάτο Ναζί με απόκοσμους κόκκινους φωτισμούς και νεκρούς αλεξιπτωτιστές να κρέμονται από τα δέντρα. Από τα σκοτεινά δάση και τα σοκάκια του γαλλικού χωριού, μέχρι και τα επιβλητικά κάστρα/φρούρια των Ναζί, ο τόνος και η ατμόσφαιρά της είναι ίσως ένα από τα πιο δυνατά στοιχεία του φιλμ.
Μετά από όλη αυτή την ένταση, το σασπένς και την αδρεναλίνη, ο Εϊβερι πατάει απότομα το φρένο, αποφασίζει να μας γνωρίσει καλύτερα τους χαρακτήρες, να δημιουργήσει δεσμούς μεταξύ τους, κάτι που όμως - ειδικά σε μια τέτοια ταινία - τελείως μοιάζει αδιάφορο και αχρείαστο. Κι αυτό γιατί, από την αρχή ως το τέλος της, όλοι ποτέ δεν ξεπερνούν τον χάρτινο εαυτό τους, όσο και αν προσπαθούν να μας πείσουν ότι είναι κάτι παραπάνω από αυτό.
Από τη στιγμή όμως που η ταινία θα αγκαλιάσει εγκάρδια και θα αποδεχτεί τις b-movie ρίζες της, χωρίς κανέναν απολύτως ενδοιασμό, είναι που γίνεται το guilty pleasure που περίμενες. Το gore, η βία και τα διαμελισμένα σώματα ακολουθούν το ένα πίσω από το άλλο, οι αναφορές δίνουν και παίρνουν και τα ποπ κορν καταναλώνονται με μανία.
Και όχι, το «Overlord» δεν είναι μέρος του σύμπαντος του «Cloverfield» (το έχει επιβεβαιώσει ο ίδιος Εϊμπραμς εξάλλου), όσο και αν κάποιοι ελπίζαμε για κάτι τέτοιο. Είναι μια από τις πιο διασκεδαστικές περιπέτειες που έχουμε απολαύσει εδώ και αρκετό καιρό. Μια instant καλτιά, η οποία θα γίνει νέα αγάπη των μεταμεσονύχτιων προβολών, ενώ ταυτόχρονα σε κάνει να αναρωτιέσαι γιατί το Χόλιγουντ αποφεύγει να κάνει περισσότερες τέτοιου είδους ταινίες.