Αγγλία, 1987. Η Γκρέτα πιέζει τον σύζυγό της να ξεκαθαρίσει το αρχείο του, που έχει ξεφύγει από τα όρια του γραφείου του κι έχει καταλάβει όλο το σπίτι. Ο ηλικιωμένος Νίκολας δεν αποχωρίζεται εύκολα τίποτα, όμως τώρα πρέπει: θα αποκτήσουν εγγονάκι, χρειάζονται τον χώρο. Ανοίγοντας κούτες, συρτάρια, φακέλους, το παρελθόν ζωντανεύει. Ειδικά όταν φτάνει στο λεύκωμα που στοιχειώνει ακόμα τα όνειρα και τη ζωή του. Οι φωτογραφίες 1000+ παιδιών, με ονόματα και στοιχεία. «Μόνο» 669 τσεκαρισμένα.
Πράγα, 1938. Ο νεαρός χρηματομεσίτης Νίκι Γουίντον, παίρνει άδεια από τη δουλειά του στο Λονδίνο και ακολουθεί το ανθρωπιστικό του ένστικτο. Οσο όλοι δραπετεύουν από την Τσεχοσλοβακία, καθώς αναμένεται η επίθεση του Χίτλερ και η κατάληψη της χώρας, εκείνος ταξιδεύει στην Πράγα για να δει με τα μάτια του την κατάσταση στους καταυλισμούς των Εβραίων. Οι εικόνες εξαθλίωσης τον σοκάρουν. Αποφασίζει να βοηθήσει τη μετάβαση των μικρών παιδιών στην Αγγλία. Λύνει τον γραφειοκρατικό γρίφο, βρίσκει τα χρήματα και τους προσωρινούς κηδεμόνες των παιδιών στη Βρετανία. Τρένα ξεκινούν να μεταφέρουν τα προσφυγόπουλα, όσο ταυτόχρονα ο Χίτλερ επελαύνει και καταλαμβάνει την πόλη. Πόσα πρόλαβαν να περάσουν με ασφάλεια τα σύνορα; «Μόνο» 669.
Γιατί για τον Νίκολας «Νίκι» Γουίντον δεν έχει μείνει το νούμερο, όσο το «μόνο». Η μοίρα των υπόλοιπων παιδιών τον έχει σημαδέψει. Παρόλο που ο φίλος και συνεργάτης του τότε του το είχε πει: ακόμα κι αν σώσεις μόνο «μία ζωή», σώζεις τον κόσμο.
Ο Τζέιμς Χόους (γνωστός από τις τηλεοπτικές του επιτυχίες: «Black Mirror», «Snowpiercer» και ειδικά το αριστουργηματικό «Slow Horses») κάνει το ντεμπούτο του στο σινεμά με μία αληθινή, συγκλονιστική ιστορία. Δυστυχώς όμως, όχι με συγκλονιστικό τρόπο.
Πατώντας στο σενάριο των Λουσίντα Κόξτον και Νικ Ντρέικ, ο Χόους αφηγείται επιμελώς τα ιστορικά γεγονότα κι επιστρατεύει πιστά όλα τα εργαλεία του tearjerking μελοδράματος: μεθοδική κίνηση της κάμερας που πανάρει τα στρατόπεδα των προσφύγων, κοντινά στα τρομαγμένα παιδικά πρόσωπα, ακόμα πιο σφιχτό κοντινό στη συναισθηματική φόρτιση των ενηλίκων και τις τύψεις στο βλέμμα του Νίκι. Σκηνογραφία, ενδυματολογία, μουσική - όλα είναι καλοκουρδισμένα για να αναπαράγουν, τυπικά, προβλέψιμα, χειριστικά, την ένταση, το δράμα, τη συγκίνηση και τη φρίκη του Β' Παγκοσμίου πολέμου και των θυμάτων του.
Δυστυχώς όμως για τον Χόους, υπάρχει ανταγωνισμός. Από την μία το οσκαρικό ντοκιμαντέρ «Into the Arms of Strangers: Stories of the Kindertransport» του Μαρκ Τζόναθαν Χάρις, που αφηγείται συγκλονιστικά την αληθινή ιστορία του Σερ Νίκολας «Νίκι» Γουίντον. Κι αντίστοιχα στη μυθοπλασία, παραδείγματα όπως του Στίβεν Σπίλμπεργκ που με μία παρόμοια θεματική στη «Λίστα του Σίντλερ» έγραψε κινηματογραφική Ιστορία.
Επιλέγοντας την συμβατική οδό του τυπικού, ασφαλούς μελοδράματος ο Χόους απέχει πολύ από το να αφήσει το δικό του αξιοσημείωτο στίγμα στο χάρτη. Κι είναι κρίμα γιατί ο Αντονι Χόπκινς στον πρωταγωνιστικό ρόλο παραδίδει μία συγκρατημένη, στοχαστική, σπαρακτική ερμηνεία, ο Τζόνι Φλιν είναι επίσης μελετημένος και στιβαρός, και πολλοί ακόμα ηθοποιοί σε δεύτερους ρόλους είναι λαμπεροί κι ανεκμετάλλευτοι (η Ελενα Μπόναμ Κάρτερ είναι από μόνη της ένα αριστούργημα).
Οχι το «Μια Ζωή» δεν θα μείνει στη συλλογική σινεφίλ συνείδηση ως μία καθοριστική ταινία για τα γεγονότα του 1938. Το 2024 όμως, με την μεταναστευτική κρίση να φέρνει και πάλι προσφυγόπουλα στα σύνορά και τις οθόνες μας, ίσως να έχει μία πολλή σημαντική ιστορία να πει στη συλλογική μας κοινωνική συνείδηση.