Τέσσερις νεαροί φυσικοί που εργάζονται στο Πανεπιστήμιο, πάνω σ’ ένα πείραμα, έχουν ένα παράλληλο χόμπι: ξεσκεπάζουν τσαρλατάνους πνευματιστές, αποκαλύπτουν τις πρακτικές τους και ανεβάζουν τις μαγνητοσκοπημένες «φάρσες» τους στο ίντερνετ. Ο ένας από την ομάδα, ο Ηλίας, είναι αποφασισμένος ν’ αποκαλύψει το ψέμα του Ικαρου, ο οποίος υποτίθεται ότι θεραπεύει τον καρκίνο με υγιεινή διατροφή, διαλογισμό και ανθρώπινη στοργή. Μόνο που ο Ηλίας, εισχωρώντας στην ομάδα του Ικαρου, θ’ αφήσει τον κυνισμό του απ’ έξω, θα συναντήσει συνθήκες αλλιώτικες απ’ ό,τι φανταζόταν και θα μπερδευτεί ανάμεσα στη λογική και στο συναίσθημά του.
Ο Βασίλης Ραΐσης έχει υπογράψει, μαζί με τον Θάνο Αναστόπουλο, το σενάριο της «Διόρθωσης» και, ως σκηνοθέτης το 2009, έχει βραβευτεί στο Digital Wave του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για το «Τελευταίο Τραγούδι του Ελβις». Με τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, κάνει αρκετά βήματα πίσω. Το θετικό της στοιχείο είναι ότι ο Ραΐσης δουλεύει μια νεανική ταινία, μια φρέσκια ανθρώπινη περιπέτεια, χωρίς σοβαροφάνεια ή βαρύγδουπα μηνύματα, είδος πάντα ευπρόσδεκτο στο ελληνικό σινεμά απ’ το οποίο λείπει σταθερά.
Ωστόσο η «Τελευταία Φάρσα» αλλιώς ξεκινά, αλλιώς εκτυλίσσεται κι αλλιώς καταλήγει, εναλλάσσοντας κινηματογραφικά είδη σε μια τυχαία δομή που μοιάζει αποπροσανατολισμένη: από το σασπένς στόρι στην κωμωδία, από την ερωτική ιστορία στην τραγωδία, η ταινία τα έχει όλα και κανένα με δύναμη.
Η σκηνοθετική ματιά μοιάζει να ψάχνεται, σπουδαστική ακόμα και η φωτογραφία προδίδει ερασιτεχνισμό. Το χιούμορ υπάρχει ως διάθεση αλλά τα αστεία δε φέρνουν ούτε χαμόγελο. Οι διάλογοι είναι γραμμένοι με φυσικότητα αλλά αποδίδονται χωρίς πειστικότητα, από ηθοποιούς που στην πλειονότητά τους (η Μαρίνα Καλογήρου είναι πάντα μια ανάσα χάρης) δείχνουν να συμμετέχουν φιλικά σ’ ένα παρεΐστικο πρότζεκτ.
Στο κομμάτι της σκιαγράφησης μιας παρέας, οι χαρακτήρες δεν είναι γραμμένοι ώστε να γίνουν ενδιαφέροντες ή αγαπητοί – το love story της ταινίας, ως τέτοιο, είναι φυσικά πιο ελκυστικό. Η ανατροπή που έρχεται στα δύο τρίτα του φιλμ φέρνει μαζί της μια έντονη δραματικότητα που ξεφυτρώνει από το πουθενά και μοιάζει πραγματικά… να μάς κάνει φάρσα, πατώντας πάνω σε συμπεράσματα που δεν έχουν εκπορευτεί από πουθενά και σε ήρωες που δεν έχουν ως τώρα αφήσει τη στάμπα τους. Τα κλισέ διαδέχονται το ένα το άλλο κάνοντάς μας για λίγο να πιστέψουμε ότι είναι μέρος της κωμωδίας. Αλλά όχι. Η «Τελευταία Φάρσα» παραμένει μια ταινία εφηβική, με καλές προθέσεις αλλά όχι αντάξια εκτέλεση.