Αν μεγάλος καλλιτέχνης είναι αυτός που καταφέρνει να ξορκίσει τους προσωπικούς του δαίμονες μετουσιώνοντάς τους σε κάτι διαχρονικό και πανανθρώπινο, τότε θα αρκούσε μόνο το Λιμάνι της Αγωνίας για να αποδοθεί στον Ελία Καζάν οριστικά και αμετάκλητα αυτός ο χαρακτηρισμός. Κι αν μια ταινία χρειάζεται κάτι παραπάνω από την καλλιτεχνική της αξία για να μείνει στην ιστορία, τότε το παρασκήνιο, οι αντιδράσεις και ο αντίκτυπος της ταινίας του 1954 την έχουν ανυψώσει από την κυκλοφορία της κιόλας στα επίπεδα του θρύλου. Έξι και πλέον δεκαετίες αργότερα, το Λιμάνι της Αγωνίας επιστρέφει ψηφιακά αποκατεστημένο στις αίθουσες για να ανανεώσει στις σωστές του διαστάσεις το ραντεβού του με το μύθο και για να επιβεβαιώσει τη θέση του στον κανόνα του αμερικανικού κινηματογράφου.

O Ελία Καζάν ήταν ένας ήδη διάσημος και βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθέτης (το 1947 για το Συμφωνία Κυρίων), όταν κλήθηκε το 1952 ενώπιον της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων για να καταθέσει ως ύποπτος για την υποτιθέμενη εξάπλωση του κομμουνισμού στην Αμερική κι ειδικότερα στο Χόλιγουντ που θεωρούνταν άνδρο και φωλιά των ανατρεπτικών στοιχείων. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα τρομοκρατίας και κυνηγιού μαγισσών, ο (Ελληνο)Αμερικανός σκηνοθέτης ομολόγησε την αριστερή του δράση κατά τη δεκαετία του 30 (για την οποία μάλιστα δήλωσε μετάνοια) και, το κυριότερο, κατέδωσε οκτώ συναδέρφους του ως κομμουνιστές, προκαλώντας όχι μόνο τον εξοστρακισμό τους και την οικονομική, επαγγελματική και προσωπική τους εξόντωση, αλλά και την κατακραυγή εναντίον του από τους πρώην συντρόφους του και το σύνολο σχεδόν του προοδευτικού καλλιτενικού κόσμου. Μέσα σε αυτή την από κάθε άποψη ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, το «Λιμάνι της Αγωνίας» ήταν η απάντηση του Καζάν στους επικριτές του, αλλά κι ένας (συνειδητός ή υποσυνείδητος ελάχιστη σημασία έχει) τρόπος να κάνει τέχνη μέσα από τη δική του εσωτερική πάλη.

Είναι σαφές και ηλίου φαεινότερο (σε αντιθεση με τον ήλιο που δεν κάνει ποτε την εμφανισή του στην ταινία) ότι μέσα από το Νιού Τζέρσεϊ των φτωχών ναυτεργατών και της συμμορίας των γκάνγκστερ που έχει πάρει με τη βια την αρχηγεία του συνδικάτου τους και βγάζει χρήματα εις βάρος τους εκμεταλλευόμενη την εργασία τους και την ιστορία του αποτυχημένου πυγμάχου και παιδιού για όλες τις (βρωμο)δουλειές Τέρι, που θα καταθέσει εναντίον του αρχηγού της συμμορίας με θανάσιμες συνέπειες, ο Ελία Καζάν ήθελε να μιλήσει για τη δική του ιστορία, τις δικές του ενοχές και τη δική του εξιλέωση, μια εξιλέωση που τουλάχιστον στη δική του περίπτωση δεν ήρθε ποτέ καθολικά όσο ζούσε, όσα αριστουργήματα κι αν σκηνοθέτησε μετά από εκείνη την επονείδιστη κατά πολλούς πράξη.

Δεν είναι τυχαίο που η λέξη συνείδηση ακούγεται και αναφέρεται συνέχεια μέσα στην ταινία. Σαν άλλος ήρωας (ή μάλλον μακρινός απόγονος) αρχαίας τραγωδίας, ο Τέρι αποφασίζει να έρθει αντιμέτωπος όχι μόνο με έναν κοινωνικό περίγυρο βουτηγμένο μέσα στην ένοχη σιωπή, αλλά και τη δική του καταδικασμένη στο έγκλημα και τις λάθος επιλογές ζωή. Το ξύπνημα της δικής του συνείδησης θα γίνει όταν θα γνωρίσει για πρώτη φορά τον έρωτα, που θα τον βρει στο πρόσωπο της Ίντι, αδερφής ενός από τα θύματα της συμμορίας, που τόλμησε να προσπαθήσει να μιλήσει στην αστυνομία. Ο δρόμος προς την κάθαρση θα είναι μακρύς και βασανιστικός, όχι χωρίς θύματα και σίγουρα όχι χωρίς την κατακραυγή του περίγυρου του λιμανιού, ο οποίος εμφανίζεται σε καίριες στιγμές μέσα στην ταινία σαν άλλος Χορός, προκειμένου να σχολιάσει με την παρουσία του τα τεκταινόμενα.

Με πρωτόγνωρο για την εποχή και τα δεδομένα του χολιγουντιανού σινεμά της εποχής ρεαλισμό, ο Καζάν μετέφερε στη μεγάλη οθόνη το μικρόκοσμο του λιμανιού του Χομπόκεν σκιαγραφώντας κάθε του λεπτομέρεια με μια σχεδόν ντοκιμαντερίστικη προσέγγιση, ενώ χρησιμοποίησε την υποκριτική Μέθοδο του Λι Στράσμπεργκ προκειμένου να αποσπάσει εξαιρετικές νατουραλιστικές ερμηνείες από σύσσωμο το καστ. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι τόσο η πρωτοεμφανιζόμενη Εβα Μαρί Σεντ, όσο και οι Ροντ Στάιγκερ, Τζέι Λι Κομπ και Ροντ Στάιγκερ ήταν υποψήφιοι για Οσκαρ στους δεύτερους ρόλους, αν και τελικά μόνο η πρώτη κατάφερε να κερδισει το χρυσό αγαλματίδιο. Κι αν το «Λεωφορείον ο Πόθος» ήταν η αποκάλυψη ενός ηφαιστειώδους υποκριτικού ταλέντου με το όνομα Μάρλον Μπράντο, το «Λιμάνι της Αγωνίας» ήταν η θριαμβευτική επιβεβαίωσή του, με μια ερμηνεία που έκτοτε αποτέλεσε σημείο αναφοράς για όλες τις γενιές που ακολούθησαν και χωρίς την οποία ενδεχομένως να μην υπήρχε το επερχόμενο κύμα των αντι-ηρώων που ακολούθησε (Ρόμπερτ ΝτεΝίρο, Αλ Πατσίνο. Ντάστιν Χόφμαν και Τζακ Νίκολσον).

Η ταινία απέσπασε οκτώ από τα δώδεκα Οσκαρ για τα οποία προτάθηκε, μεταξύ των οποίων κι αυτά της Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Σεναρίου και (φυσικά) Α' Ανδρικού Ρόλου, και αποτελεί ακόμα και σήμερα ένα από τα αριστουργήματα του αμερικανικού αφηγηματικού σινεμά, ένα υπόδειγμα σκηνοθετικής, σεναριακής και υποκριτικής ακρίβειας και οικονομίας. Κι αν είναι σχεδόν αδύνατο πλέον να το κρίνει κανείς το «Λιμάνι της Αγωνίας» per se κι ανεπηρέαστος από τις συνθήκες και τους λόγους που οδήγησαν τον Ελία Καζάν στη δημιουργία του, αυτή η σημειολογική και ηθική αμφισημία προσδίδει στην ταινία ακόμα περισσότερη υφή και πιο πολλά επίπεδα ανάλυσης, αφήνοντας για πάντα ανοιχτό το διάλογο για το ρόλο του καλλιτέχνη και τη σκιά που αφήνει στο έργο του.