- Θέλω να κάνω μια ταινία.
- Για να κάνεις μια ταινία χρειάζεσαι χρήματα.

Στην ίσως πιο απαισιόδοξη ταινία του πριν από τα κινηματογραφικά δοκίμια των 2000s, o Ζαν-Λικ Γκοντάρ είναι πιο κυνικός και από το alter ego του, τον Ιβ Μοντάν που υποδύεται ένα σκηνοθέτη που έχει καταλήξει να σκηνοθετεί διαφημιστικά.

Είναι πιο κυνικός και από τα λογύδρια συνδικαλιστών και αφεντικών που σε μια αποτρόπαια σύγκλιση μοιάζουν να λένε τα ίδια πράγματα, εν μέσω μιας απεργίας σε ένα εργοστάσιο αλλαντικών όπου ο ιδιοκτήτης κρατείται όμηρος. Πιο κυνικός και από τις διαπιστώσεις των εργατών που βλέπουν τα μονοπώλια να ορίζουν τους νόμους της αγοράς και το τέρας του καπιταλισμού να πνίγει κάθε ελπίδα για ένα καλύτερο μισθό ή καλύτερες συνθήκες εργασίας.

Ο Γκοντάρ είναι πιο κυνικός και από την εποχή στην οποία γυρίστηκε η ταινία, τέσσερα χρόνια μετά από τον Μάη του ’68, ο οποίος μοιάζει να ήρθε και να πέρασε, αλλάζοντας τα πάντα αλλά τελικά τίποτα.

Είναι η εποχή που ο Γκοντάρ βρίσκεται «ανώνυμος» μέσα στην ομάδα «Τζίγκα Βερτόφ» (η ταινία λέγεται ότι γυρίστηκε περισσότερο από την «ομάδα» παρά από τον ίδιο). Πολιτικοποιημένος, σχεδόν ακτιβιστικά, στρατευμένα και προπαγανδιστικά, αναζητά τον τρόπο (αυτό δεν έκανε πάντα;) να κάνει όχι πολιτικές ταινίες, αλλά ταινίες με πολιτικό τρόπο, και αυτό το φιλμ είναι μια πρώτη του, απέλπιδα εκ των υστέρων, προσπάθεια να αφηγηθεί κάτι που θα μπορούσε να αφορά ένα μεγαλύτερο κοινό.

Τρολάρει (αυτό δεν έκανε πάντα;) λοιπόν ακόμη και τον εαυτό του, αλλά πριν από αυτόν, σχεδόν τους πάντες και τα πάντα. Με το θράσος που δικαιωματικά έχει αποκτήσει από την προϋπηρεσία του στη Nouvelle Vague αλλά και μια προσωπικότητα που υπήρξε εκ γενετής bigger than life, σχολιάζει στους τίτλους της ταινίας όλη τη διαδικασία με την οποία κατάφερε να πείσει την Gaumont να χρηματοδοτήσει την ταινία, επειδή εξασφάλισε δύο διεθνείς σταρ (τον Ιβ Μοντάν και την Τζέιν Φόντα), κοπιάρει την αριστουργηματική πρώτη σκηνή της «Περιφρόνησης» σαν ρουτινιάρικο μελόδραμα και, φυσικά, αρνείται οποιαδήποτε ιστορία, αφού σχεδόν κάνει το ίδιο και γι’ αυτήν με το γιώτα κεφαλαίο.

Ετσι, κάποια στιγμή περίπου στη μισή ώρα, με την Τζέιν Φόντα - ως Αμερικανίδα δημοσιογράφο που θέλει να καλύψει την απεργία, και το σύζυγό της Ιβ Μοντάν να παγιδεύονται μέσα στο υπό κατάληψη εργοστάσιο - ο Γκοντάρ θα ξεχάσει ότι ήθελε να κάνει μια ταινία για (πιο) ευρύ κοινό. Θα χρησιμοποιήσει τον καμβά του φιλμ για να σπάσει τον τέταρτο τοίχο και να απευθυνθεί στο θεατή σαν να ήταν… μαθητής του ή (άγουρος) αριστερός, έτοιμος να δεχθεί ατέλειωτους μονολόγους για τον πληθωρισμό και την εργατική τάξη, συν - δυστυχώς - μια ακατανόητη μη χρήση ενός βαθιά μελαγχολικού Ιβ Μοντάν και μιας δυναμικής Τζέιν Φόντα που τελικά μοιάζουν να έχουν πέσει θύματα της γενικής άρνησης του Γκοντάρ για οτιδήποτε του θύμιζε το mainstream.

Εκ των υστέρων, μπορείς να αποθεώσεις το «Ολα Πάνε Καλά» για τα ίδια πράγματα για τα οποία μοιάζει αδύνατον να το παρακολουθήσεις. Μια πλαστική αισθητική κόμικ που κάνει τον Γκοντάρ μεταμοντέρνο (ξανά) αλλά όχι και ρεαλιστή, μια αίσθηση Ζακ Τατί στο χιούμορ που (όμως) δεν λειτουργεί παρά μόνο αμήχανα, ξανά μια (επιθετική) διάθεση διδακτισμού για την πάλη των τάξεων, μια φλυαρία φτιαγμένη από συνδικαλιστικά φυλλάδια και ιδεολογικές μπροσούρες που επαναδιαπραγματεύονται παιδικά τα όρια της προπαγάνδας, μια διάχυτη ειρωνία για την ματαιότητα του να κάνεις απεργία (ή σινεμά) που αντικατοπτρίζει μια πολιτική θέση στέρεα αλλά όχι και δραματουργικά τελέσφορη.

Ενας μονόλογος του Ιβ Μοντάν - περίπου στη μία ώρα της ταινίας - συνοψίζει όλα όσα είναι το «Ολα Πάνε Καλά», αλλά και όλα όσα ο Γκοντάρ προσπάθησε να πει σε όλη την ογκώδη καριέρα του, πριν και μετά τον Μάη του ’68. Το σινεμά, η Αριστερά, τα όνειρα που δεν βγήκαν αληθινά και τα άλλα που χάθηκαν πάνω στην επιπολαιότητα της νεότητας, η ιδέα της επανάστασης και μαζί το τέλος της γίνονται σε αυτό το σημείο της φιλμογραφίας και της ζωής του Ζαν-Λικ Γκοντάρ μια εύκολη, λαϊκίστικη ανάλυση μιας ολόκληρης γενιάς που παρακολουθείς πάντα με ενδιαφέρον, αλλά μόνο ι-στορικά.

Αν μένει κάτι στο περιθώριο της πολιτικής απλούστευσης, είναι αυτή η μελαγχολία (εδώ και το μεγαλείο του Ιβ Μοντάν και μια - δυο φορές στο διαπεραστικό μελαγχολικό βλέμμα της Τζέιν Φόντα στον μονόλογο που ακολουθεί αυτόν του Μοντάν και συμπληρώνει το «νόημα» του φιλμ και που ο Γκοντάρ υποστήριζε ότι αυτός τον εκφράζει περισσότερο), για μια ζωή που απλοποιήθηκε κάτω από τους λαϊκούς αγώνες για να ανακαλύψει αργότερα πως υπήρξε πιο συναρπαστική, πιο πολύπλοκη, πιο σημαντική από μια ταινία που ακυρώνει απλώς κανόνες θέλοντας μόνο να στείλει μήνυμα, ενώ θα μπορούσε να σαρώσει τους επαναστάτες μιλώντας με περίσσιο θάρρος και θράσος για την προδοσία όσων κάποτε κερδίθηκαν στο δρόμο.

«Σχεδίαζα ένα πολιτικό φιλμ για τη Γαλλία εδώ και τρία χρόνια. Δεν είναι εύκολο. Μόνο τώρα αρχίζω να καταλαβαίνω πράγματα που ο Μπρέχτ έλεγε πριν 40 χρόνια».

Ο Γκοντάρ είναι ειλικρινής στο «Ολα Πάνε Καλά». Αυτή δεν είναι η ταινία που είχε ονειρευτεί. Επρεπε να λειτουργεί σαν μια νέα επανάσταση, σαν αυτή του φινάλε, που πλέον παίζεται στα ράφια των σούπερ μάρκετ. Οραματιστής, διαχρονικός, αθεράπευτα ιδεαλιστής, μοντέρνος και ξέφρενος. Ναι, αλλά λιγότερο κυνικός τελικά απ’ όσο θα ήθελε να δείχνει, αφήνοντας - έστω και στο τελευταίο πλάνο - τους ήρωές του να γράψουν την ιστορία, χωρίς καθοδήγηση, αλλά με τον δικό τους τρόπο.