Με φόντο τη Γαλλία του 19ου αιώνα, ένας πρώην κατάδικος, ο Γιάννης Αγιάννης προσπαθεί να ξεφύγει από τη νέμεσή του, τον δεσμοφύλακά του, Ιαβέρη και να φτιάξει μια καινούρια ζωή. Οταν συμφωνεί να αναλάβει τη φροντίδα της μικρής κόρης μιας νεαρής εργάτριας που πεθαίνει, η ζωή του θα αλλάξει για πάντα...

Οι bigger than life προθέσεις του Τομ Χούπερ είναι προφανείς ήδη από την πρώτη σκηνή του «Les Miserables», όταν συναντάμε για πρώτη φορά τον Γιάννη Αγιάννη – Χιου Τζάκμαν στα κάτεργα, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του Ιαβέρη – Ράσελ Κρόου, λίγο πριν ξεκινήσει η οδύσσεια ενός ανθρώπου προς την ελευθερία έτσι όπως την έγραψε ο Βίκτορ Ουγκό στους «Αθλιους» και αργότερα έγινε ένα από τα πιο διάσημα και μακροβιότερα μιούζικαλ όλων των εποχών σε μουσική του Κλοντ-Μισέλ Σένμπεργκ και λιμπρέτο από τον Αλέν Μπουμπλίλ.

Το volume είναι ήδη ανεβασμένο σαν η μουσική να έπαιζε πριν από τους τίτλους αρχής, τα σκηνικά είναι ηθελημένα «ψεύτικα» προδίδοντας τις αχανείς διαστάσεις ενός κινηματογραφικού στούντιο, η κάμερα κινείται σαν να διασχίζει ωκεανούς συναισθημάτων και το τραγούδι είναι ωμό, ακατέργαστο, ερμηνευμένο λες εκείνη τη στιγμή που το βλέπεις από ήρωες που δεν θα μπορούσαν ποτέ να εκφράσουν όσα θέλουν να πουν, αν αυτό δεν γινόταν...τραγουδιστά.

Από εκείνη τη στιγμή μέχρι και περίπου δυόμιση ώρες μετά, ο Χούπερ δεν θα κατεβάσει τους ψηλούς τόνους ούτε για μια στιγμή, δεν θα προσπαθήσει να κρύψει την τεχνητή υφή του σύμπαντος που αναπαριστά εντυπωσιακά τη Γαλλία των αρχών του 1800, δεν θα κόψει χωρίς λόγο κανέναν κομπασμό και λάθος νότα των πρωταγωνιστών του, δεν θα υποχωρήσει στο μεγαλεπήβολο όραμά του για ένα μιούζικαλ που αρνείται να μπει σε οδούς νεωτερισμού ή μετά- αντίληψης, παραμένοντας πεισματικά ένα «instant classic» δείγμα του πώς το σινεμά μπορεί να σπάσει κάθε θεατρική σύμβαση ενός τόσο διάσημου και πολυπαιγμένου μιούζικαλ κρατώντας αυτούσιες τις καταβολές του.

Δομημένο σε ορμητικά κύματα μικρών ιστοριών που όλες περιστρέφονται γύρω από το ανελέητο κυνηγητό του Γιάννη Αγιάννη από τον Ιαβέρη, το «Les Miserables» είναι το ίδιο ανελέητα παθιασμένο με τους ήρωες του και το δράμα τους. Σχεδόν τόσο παθιασμένο, ώστε να μεγενθύνει ακόμη περισσότερο κάθε καρδιοχτύπι, αγωνία και μικρό αναστεναγμό σε μια συμφωνία που υπερκαλύπτει με την έντασή της ακόμη και την ίδια την αφήγηση του Ουγκό για να αναδειχθεί σε ένα υπερ-μιούζικαλ που αν δεν ακουστεί δυνατά δεν έχει κανένα λόγο ύπαρξης.

Το «Les Miserables» όμως δεν θα ήταν τίποτα παρά μόνο ένα απαστράπτον περιτύλιγμα για ένα - ας το πούμε, μουσικό - blockbuster, αν πριν από οτιδήποτε άλλο δεν ήταν μια ταινία ηθοποιών, τους οποίους ο Χούπερ βρίσκει χώρο μέσα στο φορτωμένο από σκηνικά, κοστούμια, μουσική και πάθος σύμπαν, όχι μόνο για τους τοποθετήσει στο κέντρο της ιστορίας αλλά και να τους κινηματογραφήσει με εξονυχστικά close-up να τραγουδούν για την αγάπη, το θάνατο, την ελευθερία και τη ζωή σαν να απευθύνονται πριν από τον θεατή σε μια ανώτερη δύναμη.

Ο Χιου Τζάκμαν που υποδύεται τον Γιάννη Αγιάννη, κρατώντας στην ευθραυστή παιδική και ταυτόχρονα στιβαρή ερμηνεία του όλον τον ιστό του τεράστιου αυτού έπους, ο Ράσελ Κρόου που κάνει τον Ιαβέρη να μοιάζει με έναν ροκ σταρ παγιδευμένο σε μια καταραμένη όπερα, η Αμάντα Σάιφριντ που στην πάλλευκη αγνότητά της ενσαρκώνει το αντίδοτο στη σκοτεινιά των χρόνων όπου αναγκάζεται να μεγαλώσει, η πρωτοεμφανιζόμενη στο σινεμά Σαμάνθα Μπαρκς που στο ρόλο της Επονίν κλέβει την παράσταση με μια και μόνο σπαρακτική σκηνή, ο αποκαλυπτικός Εντι Ρεντμέιν που ο θρήνος του μεταφέρει αυτούσιο σε ένα και μόνο τραγούδι όλο το πολιτικό σχόλιο του Ουγκό για το τέλος μιας ολόκληρης εποχής...

Και φυσικά η Αν Χάθαγουεϊ, που σε μια από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές του σύγχρονου σινεμά, τραγουδάει - παίζει – ζει – κάνει για πάντα δικό της το «I Dreamed a Dream» (το πιο διάσημο τραγούδι του μιούζικαλ) σε ένα μονοπλάνο που συμπυκνώνει μέσα του όλα όσα είναι το «Les Miserables»: μια χωρίς όρια και ίχνος ενοχής αποθέωση του μελοδράματος, έτσι όπως αυτό έρχεται με όλη του την υπερβολική, άλλοτε κιτς και άλλοτε τραγική μεγαλοπρέπεια από την μακριά παράδοση του θεάτρου, της λογοτεχνίας, του κινηματογράφου και της ίδιας της ζωής.