Ενας δισεκατομμυριούχος αναζητά διακαώς κάτι για να αφήσει πίσω του όταν πεθάνει, εκτός από τη φήμη του ακόρεστου καπιταλιστή. Οι επιλογές δεν είναι πολλές: μια γέφυρα με την υπογραφή ενός διάσημου αρχιτέκτονα που θα φέρει το όνομα του ή, στην ανάγκη, μια ταινία που θα χρηματοδοτήσει εξ ολοκλήρου και θα είναι «η μεγαλύτερη ταινία που έγινε ποτέ».
Για τις ανάγκες της πραγματοποίησης της επιθυμίας του, θα επιστρατευτεί η αγορά των δικαιωμάτων ενός βιβλίου βραβευμένου με Νόμπελ με την ιστορία δύο αδερφών που ο ένας δεν θα συγχωρέσει ποτέ τον άλλον για το θάνατο των γονιών τους, η πιο φιλόδοξη νέα σκηνοθέτης και οι δύο μεγαλύτεροι πρωταγωνιστές του κινηματογράφου της χώρας.
Οι πρόβες θα ξεκινήσουν, φέρνοντας αντιμέτωπους τρεις εντελώς διαφορετικούς χαρακτήρες που θα πρέπει να μάθουν να ομονοούν παρά τα όσα τους χωρίζουν.
Ο Φελίξ Ριβέρο είναι διάσημος, ένας σταρ με διεθνή καριέρα (μέχρι και Χρυσές Σφαίρες), playboy και ελαφρώς υπερφίαλος, εμμονικός με την εμφάνιση και την γκαρνταρόμπα του.
Ο Ιβαν Τόρες είναι ηθοποιός με την παραδοσιακή έννοια του όρου. Δάσκαλος και ο ίδιος σε νέους φιλόδοξους ηθοποιούς βρίσκεται εκτός του star system, πιστός στα διδάγματα του παρελθόντος.
Η Λόλα Κουέβας είναι απαιτητική, ζητώντας τα αδύνατα δυνατά από τους δύο ηθοποιούς της. Οι μέθοδοι της είναι το λιγότερο ανορθόδοξες, φτάνοντας μέχρι το σημείο να… καταστρέψει τα βραβεία τους σε μια προσπάθεια να τους «εξαγνίσει» από το παρελθόν τους και να μπορέσουν να μπουν στην ταινία ως παρθένοι οργανισμοί. Υποβάλλοντας τους σε διαρκείς «εξετάσεις» προσπαθεί, όπως υποστηρίζει, να τους κάνει να μοιάζουν σαν πραγματικά αδέρφια - ο ένας σαν καθρέφτης του άλλου - και σχεδόν σαν ένας άνθρωπος.
Συνεχίζοντας την εξερεύνηση της διαχρονικά προβληματικής - αν και πάντα συναρπαστικής - σχέσης ανάμεσα στην Τέχνη και την πραγματική ζωή, οι Αργεντίνοι Γκαστόν Ντιπρά και Μαριάνο Κον (θυμηθείτε τον «Επιφανή Πολίτη» του 2017) φιλοδοξούν με την «Επίσημη Συμμετοχή» να σατιρίσουν τον κόσμο του κινηματογράφου, ξύνοντας την επιφάνεια προκειμένου να αποκαλύψουν την ουσία που κρύβεται πίσω από την επιτηδευμένη, εγωκεντρική, γεμάτη ιδιοτροπίες και εξωπραγματικά συναισθηματικά άλματα ζωή ηθοποιών και δημιουργών.
Το αποτέλεσμα τους δικαιώνει μονοδιάστατα, αφού στην προσπάθεια τους να «κατασκευάσουν» σεκάνς που ισορροπούν ανάμεσα στο «κωμικό» και το «weird», μένουν σε όλη τη διάρκεια του φιλμ μέσα στα εισαγωγικά που οι ίδιοι έχουν βάλει στην «κατασκευή» τους, η οποία είναι στην πραγματικότητα μια αλληλουχία από σκηνές προβών ανάμεσα στους τρεις πρωταγωνιστές. Σκηνές που μοιάζουν αλλά δεν είναι κωμικές, σκηνές που μοιάζουν αλλά δεν είναι τελικά και τόσο περίεργες, σκηνές που επαναλαμβάνουν το ίδιο ζητούμενο - θολό κι αυτό ανάμεσα στο «πόσες θυσίες απαιτεί η Τέχνη;» και στην κατακραυγή της επιτήδευσης για την επιτήδευση.
Η επιτήδευση είναι λέξη-κλειδί όμως στον τρόπο που οι Ντιπρά και Κον έχουν γράψει και σκηνοθετούν τους τρεις υπέροχους πρωταγωνιστές τους, αδικώντας κατά πολύ την προσπάθεια της Πενέλοπε Κρουζ να δώσει ψυχή στην κλισέ εκκεντρική λεσβία σκηνοθέτη, αλλά και το δίδυμο των Αντόνιο Μπαντέρας - Οσκαρ Μαρτίνεζ που μοιάζουν (ας μην τα θεωρήσουμε όλα «επι τούτου») αταίριαστοι περισσότερο απ’ όσο δικαιολογεί το σενάριο και οι ρόλοι τους.
Αδικαιολόγητα επιτηδευμένο είναι κυρίως όμως το εικαστικό κομμάτι της ταινίας που με σκηνικά που θυμίζουν περισσότερο με installation μοντέρνας τέχνης σε γκαλερί, μοιάζει να διαδραματίζεται σε ένα άχρονο σύμπαν, ψυχρό και απόκοσμο, πολύ μακριά από το οργανωμένο (ή μη) χάος που συναντάς υπό κανονικές συνθήκες στην προετοιμασία μιας ταινίας.
Είναι αλήθεια, πως, πίσω από το ψυχρό και εστέτ περιτύλιγμα της «Επίσημης Συμμετοχής» που δεν την αφήνει να εισπνεύσει τον αέρα μιας σκεπτόμενης σάτιρας ή και μιας τελικά ξέφρενης κωμωδίας, κρύβεται μια πιο ενδιαφέρουσα, σκοτεινή και αυθεντικά ασεία ταινία για το «φαίνεσθαι» και το «είναι» αλλά και για το τι τελικά ενεργοποιεί την πραγματικά ανανεωτική καλλιτεχνική δημιουργία. Στην προσπάθεια τους, όμως, να κατακρίνουν τη σοβαροφάνεια και τις «καλλιτεχνικές ανησυχίες», οι Ντιπρά και Κον έπεσαν χωρίς να το ξέρουν στην ίδια την παγίδα τους παραδίδοντας μια σοβαροφανή και ατελέσφορα «ανήσυχη» ταινία.