Ο Αργεντίνος συγγραφέας Ντανιέλ Μαντοβάνι, ο οποίος ζει στην Ευρώπη εδώ και τριάντα χρόνια, αγγίζει το αποκορύφωμα της καριέρας του κερδίζοντας το Νόμπελ Λογοτεχνίας αλλά περνά τη δική του κρίση, έμπνευσης και …ηλικίας. Τα πολυδιαβασμένα βιβλία του περιστρέφονται πάντα γύρω από τη ζωή στο Σάλας, το χωριό όπου γεννήθηκε και δεν έχει επισκεφθεί από τότε που ήταν νέος. Όλα όμως θα αλλάξουν όταν δέχεται την πρόσκληση του δήμαρχου του Σάλας να επισκεφτεί τη γενέτειρά του προκειμένου να του απονεμηθεί μετάλλιο και να ανακηρυχτεί Επίτιμος Πολίτης.

Το πρόβλημα όμως είναι ότι ο Μαντοβάνι του Όσκαρ Μαρτίνεζ δεν παρουσίασε ακριβώς την πιο αγαθή πλευρά του Σάλας στις σελίδες των βιβλίων του αλλά όλη την μικροψυχία, την απατεωνιά και τα φτηνά αισθήματα των κατοίκων του, ίσως με κάποια υπερβολή χωρίς όμως εμφανή διάθεση συγχώρεσης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η επιστροφή στην πατρίδα για εκείνον όχι μόνο να μην είναι μια θριαμβευτική επιστροφή αλλά, αντιθέτως, η αφορμή για να συγκρουστεί μια και καλή με όλη την έχθρα και την απογοήτευση που άφησε πίσω του.

Αυτή η εκρηκτική ατμόσφαιρα δίνει τις κατάλληλες ευκαιρίες στους Ντουπρά και Κον να συνδυάσουν στον «Επιφανή Πολίτη» τους την σάτιρα με το δράμα, να αναδείξουν μέσα από τα κλισέ των χαρακτήρων την αιτία της δημιουργίας των στερεοτύπων και να οδηγήσουν σταδιακά, μέσα από τα κεφάλαια της αφήγησης, μια ολόκληρη κοινωνία σε αντιπαράθεση με τον ίδιο της τον εαυτό. Ορισμένα φολκλόρ κλισέ που φλερτάρουν με τις λατινοαμερικάνικες σαπουνόπερες (απιστίες, παλιοί έρωτες, προθέσεις εκδίκησης από το παρελθόν, οι «χωριάτες» και ο «αστός») ωθούν το φιλμ σε παροδικά στραβοπατήματα, όμως οι γνήσιες ηθογραφικές προθέσεις είναι ικανά ισχυρές να επαναφέρουν την ιστορία στη σωστή κατεύθυνση, ακόμα κι αν η δραματική συσσώρευση που παρατηρείται προς το τέλος έρχεται σε αντίθεση με την διττή αλλά ισορροπημένη αρχική προσέγγιση.

Αντιθέτως, η εξερεύνηση του χαρακτήρα του Μαντοβάνι αποδεικνύεται μόνιμα ακριβής, πολυδιάστατη και άκρως ενδιαφέρουσα, είτε όταν αφορά την έκταση της δημιουργικής του ευθύνης, είτε όταν περιγράφει το «ψώνιο» ή την αίσθηση ανωτερότητάς του, είτε όταν τον φέρνει αντιμέτωπο με το ίδιο το έργο του. Ο Μαντοβάνι δεν είναι απλά η καρδιά της ταινίας, είναι το ισχυρότερο όπλο της. Σίγουρα είναι καθοριστικό το γεγονός ότι ο έμπειρος Όσκαρ Μαρτίνεζ καταφέρνει να αποδώσει με ακρίβεια κάθε στάδιο της μεταστροφής του χαρακτήρα από έναν άνθρωπο αποκομμένο από το παρελθόν σε κάποιον που ανακαλύπτει ουσιαστικά το παρελθόν του από την αρχή, όμως, ανεξάρτητα από αυτό, ο «Επιφανής Πολίτης» κατέχει εξαρχής ένα σενάριο που, όταν επικεντρώνεται στον Μαντοβάνι, καταφέρνει μέσα στις χοντράδες να χωρέσει διακριτικές λεπτομέρειες, οι οποίες αυτόματα επεκτείνουν τον συναισθηματικό του εύρος του φιλμ και χτίζουν έναν εντυπωσιακά πολύπλευρο χαρακτήρα.

Αστείος, καυστικός, υπόγειος αλλά και εξαιρετικά προσιτός (όπως γενικά μας καλοέμαθε τελευταία το Αργεντίνικο σινεμά), ο «Επιφανής Πολίτης» καταφέρνει τελικά μέσα από τα επεισόδιά του να δημιουργήσει ένα πλήρες και απολαυστικό ατομικό και συλλογικό ψυχογράφημα που κρατάει πάντα την ισορροπία, χωρίς να καταντάει ούτε υπερβολικά γραφικό ούτε υπέρμετρα διδακτικό. Το κακό απλά είναι ότι η (ψηφιακή) υφή της εικόνας του αλλά και η επιλογή των κάδρων θυμίζει περισσότερο τηλεόραση παρά παραδοσιακό, μεγαλειώδες σινεμά. Ας είναι. Το σενάριο ευτυχώς αντισταθμίζει σε κινηματογραφική ισχύ, όντας ικανό να παρασύρει τον θεατή σε ένα απολαυστικό, ψυχαγωγικό ταξίδι.