2077: Ο Τζακ Χάρπερ, ένας από τους τελευταίους εναπομείναντες ανθρώπους στη Γη, έχει ως αποστολή του να επιδιορθώνει τα ρομποτικά σκάφη που επιτηρούν τη Γη και την προστατεύουν από τους εισβολείς. Οταν σε μια από τις τελευταίες περιπολίες του προτού εγκαταλείψει κι εκείνος τη Γη, ο Τζακ θα συναντήσει μια μυστηριώδη, γοητευτική γυναίκα και οι δυο τους θα ζήσουν μια μεταφυσική εμπειρία που θα τους αλλάξει για πάντα, ενώ την ίδια στιγμή, όλα όσα γνώριζε ο ήρωας θα τεθούν υπό αμφισβήτηση, καθώς μια εναλλακτική αλήθεια αποκαλύπτεται ολοζώντανα μπροστά του…

Αν έπρεπε να περιγράψεις σε κάποιον το «Oblivion», η πιο προφανής αναφορά είναι το «Wall-E» του Αντριου Στάντον. Οχι μόνο γιατί ο Τομ Κρουζ, ένας από τους τελευταίους ανθρώπους της κατεστραμμένης Γης μοιάζει με το ρομπότ της ταινίας της Pixar, όταν περιπλανιέται σαν φάντασμα στα συντρίμμια με αποστολή να επισκευάζει τα σκάφη που προστατεύουν ό,τι έχει απομείνει από τους εισβολείς, αλλά κυρίως γιατί ο Τζακ Χάρπερ είναι το ίδιο αθεράπευτα ρομαντικός με τον Wall-E.

Ενα πλάσμα αταίριαστα ανθρώπινο σε σχέση με το τοπίο της απόλυτης καταστροφής που τον περιβάλλει, ο Τζακ Χάρπερ μοιάζει με έναν καουμπόι ενός δυστοπικού γουέστερν, έναν μοναχικό καβαλάρη μιας έρημης λεωφόρου στη μέση του σύμπαντος, ένα λάθος στη διαγραμμένη μνήμη των παντων καθώς κομματιασμένες αναμνήσεις από ένα ασαφές παρελθόν τον κάνουν να διατηρεί μια ελπίδα πως ακόμη κι έτσι ο κόσμος μπορεί να κρύβει κάπου ανάμεσα στο χάος μικρά κομμάτια ομορφιάς.

Το ίδιο ρομαντικά ξεκινάει και η ιστορία του, καθώς τον συναντάμε σε μια ακόμη μέρα της ρουτίνας του. Σε μια προσομοίωση κανονικής ζωής, ζει μαζί με τη σύντροφό του σε ένα γυάλινο διαμέρισμα που ίπταται στον ουρανό και κάθε πρωί ξεκινάει με το σκάφος του μια μικρή περιπλάνηση στο αχανές τοπίο θανάτου συντηρώντας τα ρομποτικά σκάφη που προστατεύουν τη Γη.

Ξεκομμένοι από ό,τι μπορεί πλέον να μοιάζει με έναν ανθρώπινο πολιτισμό (όπως τον ξέρουμε), ο Τζακ και η Βικτόρια είναι σαν δύο πρωτόπλαστοι που ξανασυναντιούνται όχι στην αρχή, αλλά στο τέλος του κόσμου για να συνεχίσουν ό,τι διακόπηκε βίαια από έναν καταστροφικό πόλεμο στον οποίο οι άνθρωποι νίκησαν, χάνοντας ωστόσο για πάντα τον πλανήτη τους.

Κάπου εδώ, ο Τζόζεφ Κοζίνσκι έρχεται να δικαιώσει τις υποσχέσεις που είχε χτίσει με το «Tron Legacy», τοποθετώντας τους δύο ήρωές του σε ένα σκηνικό ανυπέρβλητης απόκοσμης ομορφιάς, κόντρα στο τοπίο του θανάτου που τους περιβάλλει.

Το ίδιο ελεγειακός, επικός, αλλά και βαθιά ανθρώπινος, όπως στο παλλόμενο από το νέον σύμπαν του «Tron», μας συστήνει τον Τζακ και τη Βικτόρια σαν τους δύο πιο σημαντικούς ανθρώπους που (δεν) θα γνωρίσουμε ποτέ όσο ζούμε, μέσα από διαθλώμενες αντανακλάσεις, μια πλαστική μινιμαλιστική διεύθυνση φωτογραφίας και ένα production design που όμοιό του δεν έχουμε ξαναδεί ακόμη και στις καλύτερες ταινίες επιστημονικής φαντασίας της ιστορίας του σινεμά. Χωρίς ωστόσο να απομακρύνεται ποτέ από το πραγματικό όπλο της αφήγησής του που δεν είναι άλλο από έναν κεντρικό χαρακτήρα σχεδόν αρχετυπικό, σαν υπενθύμιση για το που ακριβώς θα επιθυμούσε μαζικά το ανθρώπινο είδος να στηρίξει τις ελπίδες για την όποια σωτηρία του.

Οσες φορές κι αν θες να σταθείς απέναντί του καχύποπτος, ο Τομ Κρουζ είναι αποφασισμένος να σε διαψεύδει, αφού ο Τζακ Χάρπερ του είναι ακριβώς αυτό που θα έπρεπε να είναι: ένας μελαγχολικός ήρωας με απόλυτη επίγνωση της αποστολής του και προγραμματισμένος – όχι από κάποια μηχανή, αλλά από την ίδια τη συνείδησή του – να γίνει ο last man standing όταν όλα θα έχουν καταρρεύσει, ένας κατά λάθος υπερήρωας χωρίς ειδικές δυνάμεις, αλλά με ψυχή ικανή να ζωντανεύσει έναν άψυχο κόσμο και αγάπη για το ανθρώπινο είδος τόση ώστε να γίνει ο Μεσσίας της.

Ναι, όλα αυτά και ακόμη περισσότερα είναι όσα νιώθεις στην πρώτη μισή ώρα του «Oblivion», σίγουρος πως ο Κοζίνσκι έχει πετύχει το ακατόρθωτο: να ξαναγράψει την ιστορία της επιστημονικής φαντασίας και παίρνοντας δάνεια ακόμη και από το «2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ και το «Φαρενάιτ 451» του Φρανσουά Τριφό και με έμπνευση τη σπαρακτική λιτότητα του «Moon» του Ντάνκαν Τζόουνς μέχρι τον αστείρευτο κόσμο συναισθημάτων του «Wall-E» και την σεναριακή πολυπλοκότητα του «Matrix» να αφηγηθεί με διαστάσεις επικές την πιο μελαγχολικά ποιητική ιστορία για το τέλος αυτού του κόσμου.

Αν δεν το κάνει, καταστρέφοντας με τα ίδια του τα χέρια του όλα τα υπέροχα υλικά που διαθέτει (από τον Τομ Κρουζ, την καλλιτεχνική διεύθυνση, το ίσως καλύτερο soundtrack των τελευταίων χρόνων από τους Μ83, μια σχεδόν τραγική Αντρεα Ράισμπορο...), είναι γιατί το «Oblivion» δεν έχει να πει κάτι περισσότερα από την κεντρική του ιδέα, αυτή μιας μάχης ανάμεσα στους ανθρώπους και τις μηχανές, ανάμεσα σε όσους πιστεύουν πως η μνήμη είναι το μοναδικό όπλο της ανθρωπότητας και όσους προτιμούν να διαγράψουν τα πάντα για να ξεκινήσουν από την αρχή, σε αυτούς που θα αντάλασσαν τη ζωή τους για την αγάπη και όσους ξέχασαν για πάντα να αγαπούν.

Από τη στιγμή που στο φιλμ εμφανίζεται η Ολγκα Κουριλένκο και σε ένα twist της πλοκής όσα γνώριζε ο Τζακ Χάρπερ για τη ζωή του ανατρέπονται, ο Κοζίνσκι συνεχίζει να μεγαλουργεί σκηνοθετικά πάνω σε ένα σχεδόν τίποτα, οδηγώντας την ιστορία του μέσα από βεβιασμένες σεναριακές λύσεις, πισωγυρίσματα στο χρόνο, κλωνοποιήσεις και μια επαναλαμβανόμενη λούπα δυστοπικής... αδιαφορίας που σε κάνει να χάνεις σταδιακά το ενδιαφέρον σου ακόμη και όταν όλα καταλήγουν σε μια ανέμπνευστη τελική μάχη, αφού πριν έχουν ακυρωθεί πολλάκις από ποικίλες ανατροπές επί ανατροπών.

Λίγο πριν το τέλος του «Oblivion», δεν είσαι σίγουρος αν βρίσκεσαι μπροστά σε μια αποτυχημένη καλών προθέσεων προσπάθεια για μια διαστημική όπερα επανεφεύρεσης του ίδιου του είδους της επιστημονικής φαντασίας ή σε ένα catchy ποπ χιτ για teenagers που καλό είναι να γνωρίζουν πως υπάρχει και ένας άλλος τρόπος (έστω και μη πετυχημένος) για το πως μπορεί να μοιάζει ένα blockbuster που θέλει να διαφέρει.

Για το μόνο πράγμα που είσαι σίγουρος είναι πως μετά τους τίτλους τέλους του «Oblivion» θες οπωσδήποτε να ξαναδείς το αριστουργηματικό «Wall-E» και εύχεσαι να είχε κάνει και το ίδιο πολλές φορές πριν ολοκληρώσει το φιλμ του ο Κοζίνσκι...